Thursday

As Birds Bring Forth the Sun, by Alistair MacLeod

Όπως τα Πουλιά Γεννούν τον Ήλιο

Υπήρχε κάποτε μια οικογένεια με ορεινό όνομα που ζούσε πλάι στη θάλασσα. Ο άντρας είχε ένα σκυλί που πολύ το αγαπούσε. Ήταν ένα θηλυκό, μεγάλο, γκρίζο σκυλί, ένα είδος κυνηγού ελαφιών από άλλους καιρούς. Κι όταν πηδούσε να γλείψει το πρόσωπό του, πράγμα που της άρεσε πολύ, έριχνε τα πόδια της στους ώμους του με τέτοια δύναμη που θα μπορούσε να τον πετάξει κάτω κι εκείνος αναγκαζόταν να οπισθοχωρεί δυο τρία βήματα πριν ξαναβρεί την ισορροπία του. Και δεν ήταν κανένας μικρόσωμος άντρας, λίγο ψηλότερος από ένα ογδόντα και κάπου ενενήντα κιλά.
Την είχαν αφήσει, κουταβάκι, στην πόρτα της οικογένειας σ’ ένα μικρό χειροποίητο κιβώτιο και κανείς δεν ήξερε από πού είχε έρθει ούτε ότι θα γινόταν τελικά τόσο μεγαλόσωμη. Μια φορά, όταν ήταν ακόμα μικρό κουτάβι, την πάτησε ο ατσαλένιος τροχός ενός ιπποκίνητου κάρου, με το οποίο μετέφεραν γκρίζο φύκι από την ακτή που το χρησιμοποιούσαν για λίπασμα. Ήταν Οκτώβρης κι έβρεχε ήδη για μερικές εβδομάδες και το έδαφος ήταν μαλακό. Όταν ο τροχός του κάρου πέρασε από πάνω της, βύθισε το κορμάκι της μέσα στη βρεγμένη γη, συνθλίβοντας μερικά από τα πλευρά της και σίγουρα το περίγραμμα του μικρού συντριμμένου κορμιού της ήταν εμφανές στη γη, αφότου ο άντρας τη σήκωσε στο στήθος του κι ενώ εκείνη ούρλιαζε και αλάλαζε. Πέρασε τα δάχτυλά του πάνω από τα σπασμένα της κόκαλα, αγνοώντας το αίμα και τα ούρα που έπεφταν στο πουκάμισό του, προσπαθώντας να ηρεμήσει τα γουρλωμένα της μάτια και τα μπροστινά της πόδια που σκαρφάλωναν πάνω του αδέξια και τη γλώσσα της που τον έγλειφε απελπισμένα.
Τα πιο πρακτικά μέλη της οικογένειας, που είχαν δει ξανά ζώα σε τέτοια κατάσταση, του ‘λεγαν να την πνίξει μες στα δυνατά του χέρια ή κρατώντας την από τα πίσω πόδια να χτυπήσει το κεφάλι της στο βράχο, δίνοντας έτσι ένα τέλος στη δυστυχία της. Αλλά εκείνος δεν είχε τίποτα τέτοιο κατά νου.
Αντίθετα, διαμόρφωσε κατάλληλα ένα μικρό κιβώτιο και το έντυσε με μάλλινα κουρέλια από δέρμα προβάτου και το έστρωσε μ’ ένα παλιό ξεφτισμένο πουκάμισο. Την έβαλε μέσα στο κιβώτιο κι έβαλε το κιβώτιο πίσω από τη σόμπα και ζέστανε λίγο γάλα σ’ ένα μικρό κατσαρόλι και πρόσθεσε ζάχαρη να το γλυκάνει. Κρατώντας με το αριστερό του χέρι ανοιχτό το μικρό της στόμα που έτρεμε, της έδωσε με το δεξί μερικές κουταλιές γλυκό γάλα, αγνοώντας τα μικρά της δόντια που ήταν αιχμηρά σαν βελόνια. Έμεινε ξαπλωμένη στο κιβώτιο όλο το υπόλοιπο φθινόπωρο κι ως τις αρχές του χειμώνα, να παρατηρεί το κάθε τι με τα μεγάλα καστανά της μάτια.
Αν και κάποιοι στην οικογένεια παραπονέθηκαν για την παρουσία της και για την οσμή από το κιβώτιο και για το χρόνο που απαιτούσε η φροντίδα της, σταδιακά τη συνήθισαν και, καθώς οι βδομάδες περνούσαν, έγινε φανερό ότι τα πλευρά της συνδέονταν με κάποιον τρόπο κι ότι θα ανάρρωνε με την αντοχή της νιότης. Έγινε επίσης φανερό ότι θα γινόταν τρομερά μεγαλόσωμη, αφού κάθε τόσο ένα μεγαλύτερο κιβώτιο διαδεχόταν το προηγούμενο και το γκρίζο της τρίχωμα άρχισε να κρέμεται από τα τεράστια μπροστινά της πόδια. Την άνοιξη ήταν διαρκώς έξω και ακολουθούσε τον άντρα παντού κι όταν ήρθε να μείνει πάλι μέσα, λίγους μήνες αργότερα, είχε τόσο μεγαλώσει που δεν μπορούσε πια να βολευτεί στη συνηθισμένη της θέση πίσω από τη σόμπα και υποχρεώθηκε να πλαγιάζει δίπλα. Ουδέποτε της δόθηκε κάποιο όνομα αλλά την ανέφεραν στα Κέλτικα σαν κου μωθ γκλας(1), το μεγάλο γκρίζο σκυλί.
Όταν έφτασε στις πρώτες τις εξάψεις, είχε ήδη ψηλώσει τρομερά και, αν κι οι στεναγμοί της κι οι οσμές της προσήλκυαν πολλούς ασθμαίνοντες από διέγερση αρσενικούς, κανείς δεν ήταν αρκετά μεγάλος για να την καβαλικέψει και η φρενίτιδα της απογοήτευσής τους και ο δικός της ανικανοποίητος πόθος ήταν παραπάνω απ’ ό,τι ο άντρας μπορούσε ν’ αντέξει. Πήγε, όπως διηγούνται, σ’ ένα μέρος όπου ήξερε ότι υπήρχε ένα μεγάλο σκυλί. Ένα σκυλί όχι τόσο μεγάλο όσο εκείνη, αλλά ωστόσο ένα μεγάλο σκυλί - και τον έφερε μαζί του στο σπίτι. Στον κατάλληλο καιρό πήρε την κου μωθ γκλας και το μεγάλο σκύλο κάτω στη θάλασσα, όπου ήξερε ότι υπήρχε ένα βαθούλωμα στο βράχο που εμφανιζόταν μόνο κατά την άμπωτη. Πήρε μερικά σακιά για να πατήσει πάνω το αρσενικό σκυλί και τοποθέτησε την κου μωθ γκλας στο βαθούλωμα του βράχου και γονάτισε πλάι της και τη σταθεροποίησε με τον αριστερό του ώμο κάτω από το λαιμό της και βοήθησε τον αρσενικό να πάρει θέση από πάνω της και οδήγησε το φουσκωμένο με αίμα πέος του. Ήταν άντρας συνηθισμένος να εργάζεται στην αναπαραγωγή των ζώων, να οδηγεί κριούς και ταύρους κι επιβήτορες και είχε συχνά δυνατή τη μυρωδιά από σπέρμα ζώου στα μεγάλα κι ευγενικά του χέρια.
Ο χειμώνας που ακολούθησε ήταν πολύ ψυχρός κι ο πάγος κάλυψε τη θάλασσα και τα συχνά ανεμοβρόχια κι οι χιονοθύελλες εξαφάνισαν κάθε ίχνος από τα νησιά γύρω από την ακτή κι έκαναν τους ανθρώπους να μένουν κοντά στ’ αναμμένα τους τζάκια τον περισσότερο καιρό, μπαλώνοντας ρούχα και δίχτυα και χάμουρα και περιμένοντας την αλλαγή του καιρού. Η κου μωθ γκλας γινόταν όλο και πιο δυνατή και μεγαλόσωμη ως που δύσκολα χωρούσε γύρω από τη σόμπα ή ακόμα και κάτω από το τραπέζι. Και τότε, ένα πρωινό, όταν όλα έδειχναν ότι θα ‘μπαινε η άνοιξη, εκείνη έφυγε.
Ο άντρας και η υπόλοιπη οικογένεια, που τη νοιάζονταν περισσότερο απ’ όσο παραδέχονταν, την περίμεναν αλλά εκείνη δεν ήρθε. Και καθώς προχωρούσε ξέφρενη η άνοιξη, καταγίνονταν με την προετοιμασία της γης τους και τα σύνεργα του ψαρέματος κι όλα εκείνα τα πράγματα που τόσο επιτακτικά απαιτούσαν την προσοχή τους. Ύστερα ήρθε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο κι ο χειμώνας και η επόμενη άνοιξη, που είδε να γεννιέται το δωδέκατο παιδί του άντρα και της γυναίκας του. Κι έπειτα ήταν πάλι καλοκαίρι.
Εκείνο το καλοκαίρι ο άντρας και δυο από τους έφηβους γιους του είχαν ρίξει τα δίχτυα τους για το ψάρεμα της ρέγκας κάπου δυο μίλια μακριά από την ακτή, όταν άρχισε να φυσά δυνατά από τη στεριά και τα νερά άρχισαν να φουσκώνουν. Φοβήθηκαν ότι δεν θα μπορούσαν να επιστρέψουν με ασφάλεια, έτσι τράβηξαν πίσω από ένα από τα παράκτια νησιά, ξέροντας ότι εκεί θα έβρισκαν καταφύγιο κι έχοντας σκοπό να περιμένουν να περάσει η θύελλα. Καθώς η πλώρη της βάρκας τους πλησίαζε τον στρωμένο βότσαλα γιαλό, άκουσαν μια φωνή από πάνω τους και κοιτάζοντας ψηλά είδαν τη σιλουέτα της κου μωθ γκλας πάνω στο φρύδι του λόφου που ήταν το ψηλότερο σημείο του μικρού νησιού.
'Μ’ εϊτάλ κου μωθ γκλας' φώναξε ο άντρας μες στη χαρά του - μ’ εϊτάλ σημαίνει κάτι ανάμεσα σε αγαπητή ή αγαπημένη - και καθώς φώναξε, όρμησε από το πλάι της βάρκας του μες στο νερό που τον έφτανε ως τη μέση και προχώρησε με κόπο πάνω στις στρογγυλές πέτρες για να διασχίσει τα νερά, ανυπόμονα κι αδέξια, προς το μέρος της και προς το γιαλό. Την ίδια στιγμή, η κου μωθ γκλας κατέβαινε με ορμή προς το μέρος του μέσα σ’ έναν καταιγισμό από μικρές πέτρες που εκτόπιζε με τα πόδια της. Kαι μόλις εκείνος έβγαινε από το νερό, τον αντάμωσε όπως ήταν η συνήθειά της, στηρίχθηκε στα πίσω πόδια της κι έριξε τα τεράστια μπροστινά της στους ώμους του απλώνοντας τη διψασμένη της γλώσσα.
Το βάρος κι η ταχύτητα της ορμής της τον βρήκαν να προσπαθεί να κρατήσει την ισορροπία του πάνω στις μυτερές και γλιστερές από το νερό πέτρες και πισωπάτησε κι έχασε την ευστάθειά του κι έπεσε κάτω από τη δύναμή της. Εκείνη τη στιγμή επίσης, σύμφωνα με όσα διηγούνται, άλλα έξι πελώρια γκρίζα σκυλιά εμφανίστηκαν πάνω από το φρύδι του λόφου να κατρακυλούν προς τη χαλικοστρωμένη παραλία. Δεν τον είχαν δει ποτέ πριν και βλέποντάς τον πεσμένο κάτω απ' τη μητέρα τους, παρεξήγησαν, όπως τόσα και τόσα πλήθη, την πρόθεση του αρχηγού τους.
Έπεσαν πάνω του με λύσσα, πετσοκόβοντας το πρόσωπό του και κομματιάζοντας το σαγόνι του και σχίζοντας το λαιμό του, παράφρονες από αιμοδιψία ή από καθήκον ή ίσως από ασιτία. Η κου μωθ γκλας έστρεψε εναντίον τους τη δική της βαρβαρότητα, δαγκώνοντας και γρυλίζοντας και, όπως έδειχνε, εξοργισμένη με το λάθος τους. Αλυχτώντας τους κυνήγησε, αιμόφυρτους, πέρα πάνω από το φρύδι του λόφου ως που δεν τους έβλεπες πια αλλά μπορούσες ακόμα ν’ ακούς τα ουρλιαχτά τους που απομακρύνονταν. Κι όλο αυτό δεν κράτησε παρά ίσως λίγο παραπάνω από ένα λεπτό.
Οι δυο γιοι του άντρα, που ήταν ακόμα στη βάρκα και είχαν παρακολουθήσει ό,τι είχε συμβεί, διέσχισαν το αλμυρό νερό ξεσπώντας σε λυγμούς κι έφτασαν εκεί που ήταν πεσμένος, πληγωμένος και κατακρεουργημένος, ο πατέρας τους. Aλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα περισσότερο από το να κρατήσουν τα ζεστά ματωμένα χέρια του μόλις για λίγες στιγμές. Αν και τα μάτια του ‘έζησαν’ για μερικά δευτερόλεπτα, δεν μπορούσε να τους μιλήσει αφού το πρόσωπο και ο λαιμός του είχαν κομματιαστεί, και φυσικά δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσαν να κάνουν εκτός από το να τον κρατούν και να κρατιούνται απ’ αυτόν σφιχτά μέχρι που κι αυτό έπαψε και τα μάτια του δεν τους έβλεπαν κι ούτε ένιωθαν πια τα χέρια του να κρατούν τα δικά τους. Η θύελλα δυνάμωνε και δεν μπορούσαν να επιστρέψουν σπίτι, έτσι αναγκάστηκαν να περάσουν τη νύχτα κουβαριασμένοι πλάι στο σώμα του πατέρα τους. Φοβήθηκαν να μεταφέρουν το σώμα στη βάρκα που κλυδωνιζόταν γιατί ήταν πολύ βαρύς και φοβήθηκαν ότι μπορεί να έχαναν κι αυτό το λίγο που απέμεινε απ’ αυτόν και ακόμα φοβούνταν, κουβαριασμένοι στους βράχους, ότι τα σκυλιά θα επέστρεφαν. Αλλά δεν επέστρεψαν, ούτε καν οι φωνές τους δεν ακούγονταν πια, καμιά φωνή, μόνο το βογκητό του αέρα και ο παφλασμός του νερού πάνω στους βράχους.
Το πρωί διαφώνησαν για το αν θα έπρεπε να προσπαθήσουν να πάρουν το σώμα μαζί τους ή να το αφήσουν και να επιστρέψουν με τη συνοδεία πιο μεγάλων και γνωστικών ανδρών. Αλλά φοβήθηκαν να το αφήσουν αφύλαχτο και σκέφτηκαν ότι ο χρόνος που θα χρειαζόταν για να το καλύψουν με προστατευτικές πέτρες θα ήταν καλύτερα να ξοδευτεί στην προσπάθεια να γυρίσουν σπίτι. Για λίγο διαφώνησαν αν θα ‘πρεπε ο ένας να φύγει με τη βάρκα κι ο άλλος να μείνει στο νησί, αλλά καθένας φοβόταν να μείνει μόνος του κι έτσι τελικά κατάφεραν να τον σύρουν και να τον μεταφέρουν, πλέοντα σχεδόν, ως τη βάρκα που χοροπηδούσε στα κύματα. Τον ξάπλωσαν με το πρόσωπο προς τα κάτω και τον σκέπασαν με ότι ρούχα βρέθηκαν στη βάρκα και ξεκίνησαν να διασχίσουν τη φουσκωμένη ακόμα θάλασσα. Εκείνοι που περίμεναν στην ακτή αντιλήφθηκαν ότι έλλειπε η μεγαλόσωμη παρουσία του άντρα μέσα από τη βάρκα και άλλοι μπαίνοντας στο νερό με τα πόδια κι άλλοι λάμνοντας μικρά πλοιάρια, προσπαθούσαν ν’ ακούσουν τα θλιβερά μαντάτα που έσκιζαν τ’ αφρισμένα κύματα.
Κανείς δεν είδε πάλι την κου μωθ γκλας και τα έξι παιδιά της ή, θα ‘πρεπε μάλλον να πω, κανείς δεν τους είδε ξανά με τον ίδιο τρόπο. Μετά από μερικές εβδομάδες, μια ομάδα ανδρών κύκλωσαν το νησί διστακτικά μέσ’ από τις βάρκες τους αλλά δεν είδαν κανένα σημάδι. Πήγαν ξανά και ξανά αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Ένα χρόνο αργότερα κι αφού ένιωθαν αρκετά πιο γενναίοι, άραξαν τις βάρκες τους και περπάτησαν το νησί με προσοχή, ερευνώντας τις μικρές θαλασσινές σπηλιές και τα κοιλώματα στη βάση σκισμένων από τους ανέμους δέντρων, με τη σκέψη ότι ίσως, αν δεν έβρισκαν τα σκυλιά, θα έβρισκαν τουλάχιστον τα λευκά τους κόκαλα, αλλά ούτε αυτή τη φορά ανακάλυψαν κάτι.
Αν και η κου μωθ γκλας εμφανιζόταν, υποτίθεται, εδώ κι εκεί για μερικά χρόνια. Την είδαν πάνω στο λόφο σε μια περιοχή ή σε μια άλλη είδαν τη φιγούρα της πάνω σε μια γέφυρα ή να δρασκελίζει κοιλάδες και χαράδρες στο πρωινό λυκόφως ή στο σκιερό δειλινό. Πάντα στη σφαίρα του ημιδιακριτού. Για κάποιο διάστημα έγινε κάτι σαν το Τέρας του Λοχ Νες ή σαν τον Σασκουάτς(2) σε μικρότερη κλίμακα. Την είδαν αλλά δεν την κατέγραψαν. Την είδαν όταν δεν υπήρχαν κάμερες. Την είδαν αλλά δεν την έπιασαν.
Το μυστήριο του πού είχε πάει μπερδευόταν με το μυστήριο του από πού είχε έρθει. Γίνονταν πολλές εικασίες για το χειροποίητο κιβώτιο μέσα στο οποίο είχε βρεθεί και εκφράζονταν πολλές θεωρίες για το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που μπορεί να το είχαν αφήσει. Ο κόσμος έψαχνε για το κιβώτιο αλλά δεν μπορούσε να το βρει. Αυτό τους έκανε να σκέφτονται ότι εκείνη ήταν μέρος κάποιας μαγγανείας(3) ή κακής μαγείας που κάποιος μυστήριος εχθρός σχεδίασε για τον άντρα. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να προχωρήσει πέρα απ’ αυτό. Αφηγούνταν ξανά και ξανά όλες τις φροντίδες του για κείνη και από κανέναν δεν διέφυγε η ειρωνεία της τύχης.
Εκείνο που έγινε σαφώς κατανοητό ήταν ότι είχε διασχίσει τους πάγους του χειμώνα για να γεννήσει τα κουταβάκια της και δεν είχε καταφέρει να επιστρέψει. Κανείς δεν μπόρεσε να θυμηθεί ότι την είχε δει ποτέ να κολυμπάει και, για τους πρώτους μήνες τουλάχιστον, οπωσδήποτε δεν θα μπορούσε να πάρει μαζί της τα μικρά της.
Ο μεγαλόσωμος κι ευγενικός άντρας με την οσμή από σπέρμα ζώου συχνά δυνατή στα χέρια του ήταν ο προ-προ-προπάππους μου, και υποστήριξαν ότι πέθανε γιατί ήταν πολύ καλός στην αναπαραγωγή των ζώων ή επειδή φρόντιζε πάρα πολύ για την ικανοποίηση και την ευημερία τους. Δεν ήταν πια εκεί για να δει τη γέννηση του παιδιού του εκείνη την άνοιξη που, με τη σειρά του, έγινε ο προ-προπάππους μου, μα ίσως και να ήταν ολόκληρος εκεί, μέσα στη μνήμη των μεγαλύτερων γιων του που τον είδαν να χάνεται από την αμφιλεγόμενη δύναμη της κου μωθ γκλας. Το νεώτερο από τα αγόρια της βάρκας το κατάτρεχε και το βασάνιζε η φρίκη που είχαν δει τα μάτια του. Ξυπνούσε τη νύχτα με ουρλιαχτά γιατί είχε δει την κου μωθ γκλας α’ βαϊς, το μεγάλο γκρίζο σκυλί του θανάτου, κι οι κραυγές του πλημμύριζαν το σπίτι και τ’ αυτιά και το νου όσων τον άκουγαν, φέρνοντας την οικογένεια ξανά και ξανά μπρος στις συνέπειες της απώλειάς τους. Ένα πρωί, ύστερ’ από μια νύχτα που είχε δει την κου μωθ γκλας α’ βαϊς τόσο ζωντανά ώστε τα σεντόνια ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα του, περπάτησε ως τον ψηλό βράχο που έβλεπε στο νησί κι εκεί έκοψε το λαιμό του μ’ ένα ψαρομάχαιρο κι έπεσε στη θάλασσα.
Ο αδελφός του έζησε ως τα σαράντα, αλλά, πάλι σύμφωνα με αυτά που διηγούνται, βρέθηκε μια νύχτα σ’ ένα παμπ στη Γλασκόβη, ψάχνοντας ίσως γι’ απαντήσεις, βαρύς και θολωμένος από το ουίσκυ που είχε γίνει το αναισθητικό του. Στο μισοσκόταδο είδε έναν μεγαλόσωμο, γκριζόμαλλο άντρα να κάθεται μόνος του με την πλάτη στον τοίχο και του μουρμούρισε κάτι. Κάποιοι λένε, είδε την κου μωθ γκλας α’ βαϊς ή εκστόμισε το όνομα. Ίσως κι ο άντρας που άκουσε τη φράση με αυτιά εξ ίσου επηρεασμένα απ’ το πιοτό να του φάνηκε ότι τον αποκάλεσαν σκυλί ή σκύλας γιο ή κάτι παρόμοιο. Σηκώθηκαν να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλο και αγωνίστηκαν σκληρά έξω στο πλακόστρωτο πέρασμα πίσω από το παμπ όπου, εντελώς απίθανο, ήταν υποτίθεται άλλοι έξι μεγαλόσωμοι, γκριζόμαλλοι άντρες που τον πετροβόλησαν μέχρι θανάτου, χτυπώντας το αιμόφυρτο κεφάλι του στην πέτρα ξανά και ξανά πριν εξαφανιστούν και τον αφήσουν να πεθάνει με το πρόσωπο στραμμένο στον ουρανό. Η κου μωθ γκλας α’ βαϊς ήρθε πάλι, έλεγε η οικογένεια, στην προσπάθειά της να κατανοήσει την ιστορία.
Έτσι ήρθε η κου μωθ γκλας α’ βαϊς στις ζωές μας. κι όπως είναι φανερό όλ’ αυτά συνέβησαν πολύ πολύ παλιά. Εν τούτοις, μέσω των επόμενων γενεών, φαίνεται ότι το φάντασμα βρήκε κάποιον τρόπο να εγκατασταθεί και να γίνει δικό μας — όχι σαν ένας ανεπιθύμητος σκελετός στη ντουλάπα από το αρχαίο παρελθόν της οικογένειας, αλλά μάλλον σαν κάτι ισοδύναμο με γενετική δυνατότητα. Στους θανάτους κάθε γενιάς, κάποιοι έβλεπαν το γκρίζο σκυλί - γυναίκες που πέθαιναν στη γέννα, στρατιώτες που πήγαιναν σε πολλούς πολέμους ως που δεν επέστρεφαν, εκείνοι που μπλέκονταν σε βεντέτες ή επικίνδυνες ερωτικές σχέσεις, εκείνοι που αποκρίνονταν σε μυστηριώδη μεσονύχτια μηνύματα, εκείνοι που παρέκκλιναν στον αυτοκινητόδρομο ν’ αποφύγουν το πραγματικό ή το φανταστικό γκρίζο σκυλί και κατέληγαν ένας σωρός κομματιασμένο ατσάλι. Και κάποιος επαγγελματίας αθλητής ο οποίος, εκτός από την προσκόλληση του στις αθλητικές προλήψεις, κουβαλούσε κι έναν άλλο φόβο ή δοξασία. Πολλοί από τους άντρες απογόνους κινούνταν σαν προσεκτικοί αιμοφιλικοί, φοβούμενοι ότι κουβαλούσαν ανεπιθύμητες δυνατότητες βαθιά μέσα τους. Άλλοι πάλι, ενώ το γελούσαν, ήταν όπως κάποια μέλη σε οικογένειες στα οποία επανέρχεται ύστερα από μερικές γενιές ο καρκίνος ή ο διαβήτης που συνήθως παρουσιάζεται σε υπερήλικες. Και το προαίσθημα εκείνων που λένε λίγα στους άλλους αλλά που συχνά λένε μες στην ησυχία στον εαυτό τους, ‘δεν συνέβη σε μένα’, προσθέτοντας πάντα την προειδοποίηση ‘όχι ακόμα’.
Τα συλλογίζομαι τώρα όλ’ αυτά καθώς η οκτωβριάτικη βροχή πέφτει πάνω απ’ την πόλη του Τορόντο κι οι ευγενικές, λευκοντυμένες νοσοκόμες μπαινοβγαίνουν με σίγουρο βήμα στο δωμάτιο του πατέρα μου. Είναι ξαπλωμένος ήσυχα μέσα στη λευκότητα, με το κεφάλι και τους ώμους του ανυψωμένους σ’ αυτή τη στάση του νοσοκομείου, όπου δεν είσαι ούτε εντελώς ξαπλωτός μα ούτε καθιστός ωστόσο. Τα μαλλιά του λευκά πάνω στο μαξιλάρι του κι η αναπνοή του ήρεμη και μερικές φορές ακανόνιστη, αν και είναι δύσκολο να είσαι πάντα σίγουρος.
Οι πέντε γκριζόμαλλοι αδελφοί μου κι εγώ καθόμαστε κοντά του εκ περιτροπής, κρατώντας τα δυνατά του χέρια στα δικά μας και νιώθοντας την ανταπόκρισή τους, ελπίζοντας με αβεβαιότητα ότι θα μας μιλήσει, ξέροντας ωστόσο πόσο θα τον κούραζε. Και προσπαθώντας να διαβάσουμε τη ζωή του και τις δικές μας ζωές μες στα μάτια του όσο μένουν ανοιχτά. Έζησε μαζί μας πολύν καιρό, είμαστε ήδη μεσήλικες. Αντίθετα μ’ εκείνα τ’ αγόρια στη βάρκα τότε παλιά, δεν τον χάσαμε όσο είμαστε νέοι. Κι αντίθετα με τον νεότερο αδελφό τους, τον προ-προπάππου μας, δεν μεγαλώσαμε σ’ έναν κόσμο απ’ όπου έλειπε το χάδι του πατέρα. Είχαμε την τύχη να έχουμε αυτόν τον μεγαλόσωμο κι ευγενικό άντρα τόσο βαθιά μέσα στις ζωές μας.
Κανείς στο νοσοκομείο δεν ανέφερε την κου μωθ γκλας α’ βαϊς. Ωστόσο, όπως έλεγε η μητέρα μου πριν δέκα χρόνια, πριν φύγει από τη ζωή τόσο ήσυχα όσο ένας νέος που μπαινοβγαίνει στο σπίτι των γονιών του τις πρωινές ώρες, ‘είναι δύσκολο να μη γνωρίζεις εκείνο που γνωρίζεις’.
Ακόμα κι οι πιο σκεπτικιστές, όπως είναι ο μεγαλύτερος αδελφός μου που ταξίδεψε από το Μόντρεαλ, προδίδονται από τις ανήσυχες πράξεις τους. “Απέφυγα τους σταθμούς του Γκρίζου Κυνηγού και στο Μόντρεαλ και στο Τορόντο,” είπε χαμογελώντας μόλις έφτασε. Και πρόσθεσε, “για κάθε ενδεχόμενο”.
Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο άρρωστος ήταν ο πατέρας μας και πολύ λίγο χαμογέλασε από τη στιγμή που το κατάλαβε. Τον παρατηρούσα να στριφογυρνά το διαμαντένιο δαχτυλίδι στο δάχτυλό του, ξέροντας ότι ελπίζει να μην ακούσει τα κέλτικα που ξέρει τόσο καλά. Μην έχοντας την πολυτέλεια, όπως κάποτε είχε πει, να υποκριθεί ότι δεν καταλαβαίνει την ‘άλλη’ γλώσσα σαν κάποιος που ζει στο Μόντρεαλ. Δεν μπορείς να μη γνωρίζεις εκείνο που γνωρίζεις.
Καθόμαστε εκεί κι ένας ένας κρατάμε τα χέρια του άντρα που μας έδωσε ζωή και φοβόμαστε για κείνον και για μας. Φοβόμαστε ότι το όραμα μπορεί να έρθει και φοβόμαστε ν’ ακούσουμε τα λόγια που θα προκαλέσει. Καταλαβαίνουμε ότι μπορεί να μπερδευτεί με αυτό που οι γιατροί αποκαλούν ‘θέληση για ζωή’ και καταλαβαίνουμε ότι υπάρχουν κάποιες πεποιθήσεις που άλλοι θα τις ξεφορτώνονταν σαν ‘σκουπίδια’. Καταλαβαίνουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι η γη είναι επίπεδη και ότι τα πουλιά γεννούν τον ήλιο.
Περιορισμένοι εδώ στη δική μας ξεχωριστή θνητότητα, απευχόμαστε να δούμε ή να δούμε άλλους να βλέπουν αυτό που σημαίνει τον τερματισμό της ζωής. Δε θέλουμε ν’ ακούσουμε τη φωνή του πατέρα μας, όπως συνέβη σ’ εκείνους τους άλλους γιους, να επικαλείται το δικό του θάνατο.
Θα κλείναμε τα μάτια μας και θα σφραγίζαμε τ’ αυτιά μας κι ας ξέραμε ότι τέτοιες ενέργειες δε χρησιμεύουν καθόλου. Ακάλυπτοι, ακίνητοι και τρομαγμένοι, ως και τα γκρίζα μαλλιά μας θα ‘χουν ανασηκωθεί στο σβέρκο, εάν και όταν ακούσουμε το σύρσιμο των ποδιών και το γρατσούνισμα στην πόρτα.
(1) Οι λέξεις, που εμφανίζονται στην κέλτικη γλώσσα στο πρωτότυπο και στη συνέχεια αποδίδονται στην αγγλική, δεν μεταφράζονται αλλά μεταγράφεται η προφορά τους, σύμφωνα με τους κανόνες για την προφορά που εμφανίζονται στην ιστοσελίδα ‘gaelic course’ του Daniel McManus.
(2) ‘Σασκουάτς’ (Sasquatch στο πρωτότυπο) είναι το όνομα που έχει δοθεί σε ένα τεράστιο, τριχωτό, ανθρωπόμορφο τέρας, που υποτίθεται ότι κατοικεί στις βορειοδυτικές περιοχές των Η.Π.Α. και στο δυτικό Καναδά.
(3) Στο πρωτότυπο χρησιμοποιείται η κέλτικη λέξη buidseachd, που στα αγγλικά απόδίδεται ως witchcraft.
Alistair MacLeod

6 comments:

  1. Παράξενη ιστορία.
    "δεν μπορείς να μη γνωρίζεις εκείνο που γνωρίζεις".
    Με ταξίδεψες για λίγο, είχα όμως ένα απροσδιόριστο συναίσθημα.
    Καλή σου μέρα.

    ReplyDelete
  2. Πραγματικά παράξενη ιστορία. Την ανακάλυψα ανάμεσα σε πολλές - η μια καλύτερη απ' την άλλη - στο "the new oxford book of canadian short stories in english" selected by Margaret Atwood & Robert Weaver. Στην αρχή με τράβηξε ο τίτλος. Ύστερα ο αργός έως στάσιμος ρυθμός αφήγησης - αλλά γι' αυτό ακριβώς ήταν μια πρόκληση να την μεταφράσω - σαν ποταμός που τον βλέπεις από ψηλά, το ξέρεις σίγουρα, αλλά τα μάτια σου δε βεβαιώνουν, ότι κινείται. Τελικά το ίδιο το περιεχόμενο και η μετακίνηση της δοξασίας στις γενιές. Καλησπέρα, Γιώργο.

    ReplyDelete
  3. καλημέρα. σε έβαλα στις συνδέσεις μου στο μπλογγ μου. αν διαφωνεις πες το μου.

    ReplyDelete
  4. Αγαπητέ helmet, αντίθετα. Σ' ευχαριστώ. Μου θύμισες, μάλιστα, ότι κι εγώ έχω να προσθέσω δυο καλούς φίλους. Καλή σου μέρα.

    ReplyDelete
  5. Ναι, παράξενη ιστορία και παράξενα ειπωμένη. Όταν διαβάζω ΜακΛάουντ, γλιστράω σιγά – σιγά όλο και πιο βαθιά στο κάθισμά μου. Νιώθω σαν νυσταγμένο παιδί κοντά στο τζάκι. Το νανουρίζει το τριζοβόλημα της φωτιάς κι ο παππούς συνεχίζει τις παλιές ιστορίες. Αλλά έτσι είναι οι καναδοί. Έχουν αυτόν τον μοναδικό τρόπο με τη ζωή: της παραδίνονται ήσυχα.

    ReplyDelete