Saturday

σαν λιωμένο βούτυρο

Όταν πρόκειται να παρακολουθήσω μια παράσταση, να περιδιαβώ μια έκθεση, να διαβάσω ένα βιβλίο φροντίζω να ξέρω από πριν όσο γίνεται λιγότερα – τα απολύτως απαραίτητα. Θέλω να μπω εκεί μέσα άδεια. Εκεί να γεμίσω. Δε θέλω να μπω υποψιασμένη. Θέλω να φύγω υποψιασμένη. Κάπως έτσι βρέθηκα στο θέατρο ‘χώρα’ προχτές να παρακολουθήσω την παράσταση του Σίμου Κακάλα “Λιωμένο Βούτυρο” – αν και είχαν μεταδοθεί και γραφτεί τόσα πολλά, που δεν είχα μπορέσει ν’ αποφύγω μερικά.
Στην αρχή παραξενευτήκαμε. Ύστερα γελάσαμε. Πάνω που πηγαίναμε να σοβαρευτούμε, γελούσαμε πάλι. Μας δόθηκε όλη η ιστορία γύρω από το γεγονός. Και, όχι πως διακωμωδήθηκε, αλλά να, αλάφρυνε από το βάρος του γεγονότος ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το γεγονός – όποιο γεγονός: φέρνοντάς το στα μέτρα μας.
Στη μεγαλύτερη διάρκειά της, η παράσταση αφιερώθηκε σ’ αυτό: πώς βάζουμε το γεγονός στη δική μας ζωή, το κάνουμε να μας αφορά, το βλέπουμε από τη δική μας οπτική γωνίά. Ευχάριστη έκπληξη αυτό το τέχνασμα. Όχι ευχάριστη με την έννοια της χαρούμενης. Χρήσιμη: είναι πιο σωστή λέξη. Όχι χρηστική. Χρήσιμη, για τις εσωτερικές διαδικασίες. Χρήσιμη, για τη διαδικασία της σκέψης.
Και αφού όλες οι έξωθεν περιγραφές και αναφορές και όλες οι αναλύσεις και όλα όσα κουβαλούσαμε μαζί μας για να εκτονώσουμε, να συνδυάσουμε, να χρησιμοποιήσουμε για να ταυτιστούμε ‘σαν λιωμένο βούτυρο’ κύλησαν από μέσα μας, τα φώτα που ήταν όλα σκηνή και πλατεία αναμμένα, έσβησαν, όλα έσβησαν κι έπεσε πηχτό σκοτάδι, άρχισε η μουσική και δειλά λίγες αχτίδες από ένα φακό και το γεγονός ήρθε και αναπαραστήθηκε μπροστά στα μάτια μας που συνήθιζαν το σκοτάδι που μάθαιναν ν’ ακολουθούν τις σκιές και τα είδαμε και τ’ ακούσαμε όλα, όλα όσα μας είχε ήδη περιγράψει ο περίγυρος των πρωταγωνιστών, όλα όσα ξέραμε ήδη, φύγαν από τη σκηνική τους διάσταση κι ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν μέσα μας, σ’ αυτό το χώρο που είχαμε αδειάσει μέσα μας και εισπράξαμε το πάθος και το έγκλημα ως γεγονός αυτό καθαυτό, ολόκληρο, ανόθευτο από τις προσωπικές μας εκδοχές.
Ο άνθρωπος δε χωράει. Δε χωράει μες στην ατέλεια. Γι’ αυτό κι έχει ανάγκη να ερμηνεύσει την ατέλεια που τον κυβερνάει. Επειδή η προοπτική του είναι να την κυβερνήσει εκείνος. Ως τότε πάντα ρωτάει αναπάντητα ερωτήματα: μα πώς έγινε; Κανείς δεν ξέρει πώς γίνεται. Ούτε οι πρωταγωνιστές. Είτε της παράστασης που ανεβάζει ο θίασος στο θέατρο είτε της παράστασης που κατεβάζει τη Ζωή στον Άδη. Αφού την κρίσιμη ώρα το πλοίο είναι ακυβέρνητο. Τη θάλασσα της ψυχής ταράζει η μεγάλη, η ανομολόγητη, η αρχέγονη τρικυμία. Η τρικυμία που έρχεται από τους απέραντους βυθούς του ανθρώπου. Τους βυθούς που προσπαθεί ν’ ανιχνεύσει με το φως που εκπέμπουν τα μάτια του.

2 comments:

  1. Την κρίσιμη ώρα το πλοίο της ψυχής είναι ακυβέρνητο!!Και γω η ανόητη που νόμιζα πως είμαστε μόνοι μας..Αχ Αίγλη,τούτες τις μέρες που μέσα από ηλεκτρονικές σελίδες το φως των ματιών μας παλεύει με τους βυθούς νιώθω περήφανη που είμαι άνθρωπος..Σ'ευχαριστώ

    ReplyDelete
  2. Κύτταρα στο κορμί του Όντος είμαστε. Δεν είμαστε μόνοι μας. Είναι συνέπεια της ατέλειας το ότι νιώθουμε μόνοι.

    ReplyDelete