Saturday

παρασκευή απόγευμα

… Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα και θάβγω στους δρόμους … Και δε θα συλλογιέμαι παρά ένα κομμάτι απ’ τον πατέρα κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα … (Κατερίνα Γώγου, Τρία Κλικ Αριστερά)

Τρεις ώρες απόγευμα. Σχόλασμα. Αλλά όχι, όχι ακόμα. Είναι κι οι πρωινές καθυστερήσεις της εβδομάδας. Το ελαστικό ωράριο τεντώνει τις αντοχές της Παρασκευής. Υπομονή. Είκοσι λεπτά. Τα τελευταία είκοσι λεπτά. Πώς τα καταφέρνουν ν’ απλώνονται έτσι που μοιάζουν με είκοσι ολόκληρες ώρες. Έλα, ένα τσιγάρο και θα περάσουν. Ένα τσιγάρο ακόμα που δεν αντέχεις την πίκρα του και το σβήνεις πριν τη δεύτερη ρουφηξιά. Απ’ το πρωί με καφέ και τσιγάρο. Και τα ημίγλυκα κουλουράκια για να ξεδιπλώνει αυτός ο κόμπος στο στομάχι. Και δέκα δάχτυλα σε οκτάωρη μάχη μ’ εκατό κι ένα πλήκτρα. Και δυο μαύρα μάτια φωτεινά – έτσι λένε τ’ αγόρια – παγιδευμένα πίσω απ’ την οθόνη, να μην φτάνουν ν’ ανταμώσουν το φως του Παρθενώνα. Αν βέβαια το Νέφος της Αθήνας πεισθεί να παραδοθεί στα όπλα του Αίολου. Γεύσεις γλυκόπικρες και στιγμές ωχρές σε φόντο από βρώμικο τσιμέντο.
Βαρέθηκες. Θέλεις τώρα κάτι άλλο. Πάντα θέλεις κάτι άλλο. Να, αίφνης εκείνο που τώρα επιθυμείς είναι μία γεύση αλμυρή. Μια γεύση θάλασσα. Ένα sea juice, παρακαλώ. Και καλαμάκι. Για τον δρόμο. Πάλι για τον ίδιο δρόμο. Πάλι θα τελειώσει η ημέρα σου νωρίτερα. Σ’ εκείνο το υπερυψωμένο ισόγειο, που βλέπει τον ακάλυπτο, ανάβεις το φως του ηλεκτρικού την ώρα της επιστροφής. Λες κι η μέρα φεύγει απ' το μπαλκόνι σου, μόλις ακούσει το κλειδί στην πόρτα. Πάει και στέκει εκεί στον απέναντι πέμπτο ή έκτο και χαιρετάς τους φωτισμένους τοίχους βγαίνοντας για την σκούπα ή για την απλώστρα ή για να ποτίσεις τα λουλούδια ή μόνο για να ξαναδείς τη μέρα στον απέναντι πέμπτο ή έκτο ή έβδομο.
Αλλά σήμερα είναι Παρασκευή. Παρασκευή. Και πρέπει να ξεκουραστείς για την νυχτερινή έξοδο. Κι οι Παρασκευές όλες ίδιες έχουν γίνει. Και δεν αντέχεις πια να μπαίνεις σπίτι σου τ’ απόγευμα και να βγαίνεις πάλι τα μεσάνυχτα. Τι ώρα να βουτάει ο ήλιος στην δική του πτώση πίσω από τα δέντρα της πλατείας αυτές τις ημέρες. Πότε ήταν το τελευταίο ηλιοβασίλεμα που χάρηκες. Ποια χρώματα τραγούδησαν εκείνο το αντίο. Πόσο κράτησαν το μενεξεδί του οι σκιές που γέννησε το φτάσιμο εκείνης της νύχτας.
Και είκοσι. Πάμε. Τα πόδια σου καταβροχθίζουν οκτώ ορόφους σκαλοπάτια. Με τον ανελκυστήρα διέκοψες σχέσεις, μετά τις τελευταίες διακοπές του ηλεκτρικού απ’ την κακοκαιρία. Ξυπνάς βίαια την κάρτα σου για να σφραγίσεις την φυγή σου. Τη βάζεις πάλι στη μεταλλική κουβέρτα για τον σαββατοκύριακο ύπνο της. Καθυστερημένοι επίσης συνάδελφοι, από συνήθεια πια αργοσάλευτοι, δυσανασχετούν με την αγένεια που τους προσπερνάς. Ξεχνάς ν’ αποχαιρετήσεις τους φύλακες. Περνάς βιαστικά την πλατεία με τ’ αρχαία και τα σκουπίδια. Κι αφού είναι πια βέβαιο ότι πήρες δρόμο διαφορετικό, αναζητάς μια βαθιά ανάσα. Ύστερα το βήμα σου δε βιάζεται - ούτε νοιάζεται.
Οι πλάκες στους πεζόδρομους βαραίνουν στην ηδονική οδύνη του βιασμού των τροχοφόρων. Μάλλον λίγοι οι περαστικοί. Τα παζάρια χαμήλωσαν τους τόνους τους ν’ ακούγεται κάτι από την ησυχία του μεσημεριού. Τα καταστήματα έγειραν νωχελικά στις πολυθρόνες. Το συνεχές ωράριο δε θα χαλάσει την μεσημεριανή ανάπαυσή τους. Σε κοιτάζουν με μισόκλειστα μάτια - πως χαζεύεις τις βιτρίνες τους - και δεν ξέρουν αν θα ήθελαν να μπεις για να πουλήσουν ή μήπως προτιμούν να μην τα ενοχλήσεις. Πωλήτριες ξεφεύγουν το βλέμμα του εργοδότη, με αφορμή τις διαφοροποικιλόπιττες στο γοργοφαγείο της γωνίας. Αφήνουν το αγνώστου σχήματος χαρτάκι με την παραγγελία – που δεν θ’ αργήσει δυστυχώς να ετοιμαστεί – και σεργιανούν πάνω κάτω τον κάθετο δρόμο. Ανάβουν το πολύτιμο λαθραίο τσιγάρο. Κοροϊδεύουν τις βιτρίνες που τις καθρεφτίζουν. Και, αν βρουν άκρη ν’ ακουμπήσουν, στρέφουν το κεφάλι τους επάνω να ρουφήξουν μαζί με τον καπνό και μι' ανάσα απ' το γαλάζιο του, που είναι τόσο μακρινός.
Στην Ερμού αναρίθμητα αυτοκίνητα, που δε φαίνεται να καταφέρνουν ν’ αποδείξουν τις αναμφισβήτητα ικανές επιδόσεις τους. Ανηφορίζεις μαζί τους προς το Σύνταγμα, μέσα στις εξατμίσεις και τον απόλυτο θόρυβο. Εδώ μοιάζει να μη στάθηκε το μεσημέρι. Ή μήπως ήρθε κιόλας το απόγευμα; Τα καταστήματα συνεχίζουν τον βηματισμό τους στο δωδεκάωρο μονοπάτι του μόχθου, απτόητα μα κουρασμένα. Ο κόσμος βιάζεται και βιάζεται. Το διάλειμμα έχει τελειώσει. Και ποιος το χάρηκε; Στ’ αμέτρητα πρόσωπα, που σπεύδουν να ξεφύγουν από την ματιά σου, μετράς μονάχα δυο που ‘ναι στ’ αλήθεια φωτεινά.
Η πλατεία οχυρωμένη σε πρόχειρα τείχη. Αχ, αυτός ο μετροπόντικας. Ψάχνει εκείνος τις υπόγειες διαδρομές του, χάνουμε εμείς τις επίγειες σταθερές μας. Τώρα πού θα σταθείς για το τσιγάρο διάλειμμά σου; Γιατί θέλει κι ο περίπατος το διάλειμμά του. Θέλει ένα παγκάκι στην πλατεία. Να καθίσεις χαμηλά, να γείρεις το κεφάλι σου στην πλάτη του, να βλέπεις ουρανό. Να του στέλνεις χαιρετίσματα με τον καπνό σου. Ανεβαίνεις την Όθωνος, στρίβεις στην Αμαλίας και πριν περάσεις απέναντι να διαλέξεις ένα παγκάκι του Ζαππείου, θυμάσαι εκείνη την λαχτάρα για μια κούπα θάλασσα καθώς αντικρίζεις το αστικό λεωφορείο που εξυπηρετεί τα παραλιακά προάστια. Ανάβεις το όρθιο τσιγάρο της αναμονής και δεν ξεκολλάς τα μάτια σου απ’ τον οδηγό, που μετράει πέντε βήματα στο πήγαινε κι άλλα πέντε στο έλα του. Και δεν εννοεί να προχωρήσει στο εντέκατο και σε δυο ίσως ακόμα που θα χρειαστούν ν’ ανέβει στο τιμόνι του να ξεκινήσεις επιτέλους.
Κατεβαίνεις στο Φλοίσβο. Στέκεσαι ακριβώς εκεί ακίνητη λίγα λεπτά. Θέλεις πάνω απ’ όλα να βουτήξεις και να κολυμπήσεις σε όλο το μήκος του χρυσού ποταμού που χύνει ο ήλιος μες στην θάλασσα. Σφιχτοτυλιγμένη το παλτό και το κασκόλ, φορώντας τα σκούρα σου γυαλιά, ν’ αντέχεις το φως του. Θέλεις πάνω απ’ όλα να χυθείς μέσα σε αυτό το αλμυρό, υγρό, αιώνιο χρυσάφι και να κολυμπάς για πάντα. Αλλά ξέρεις. Το μοναδικό για πάντα το μοιράζονται η ζήλια κι η δειλία μπρος στην τρελή σου φαντασία.
Περπατάς κατά μήκος του παραλιακού πεζοδρομίου, συνεχίζοντας να κοροϊδεύεσαι για τις επιθυμίες σου. Αλλ’ ας κατέβεις αυτά τα σκαλοπάτια. Να περπατήσεις πάνω στην άμμο. Να γευτούν λίγη απ’ την αλμύρα της οι ενισχυμένες σόλες των παπουτσιών σου. Έστω. Τόσο λίγο. Σε τέτοιαν ασφαλή απόσταση. Τα βραχάκια εύκολα, βατά, χαμηλά. Λες και δεν τα 'φτιαξε η φύση, αλλά μάλλον τα 'βαλε ο άνθρωπος εκεί να στολίσει με την απομίμησή της τ’ ακρογιάλι του. Πώς χτίζουμε με πέτρες τον μικρό - μικρό κηπάκο στην είσοδο της πολυκατοικίας; Έτσι. Και μικρές άβαθες λιμνούλες. Θα τις έφτιαξαν τα κύματα. Να ‘χουν καθρέφτη τα πουλιά. Τα πουλιά. Κι αλλού πρασινισμένα τα βραχάκια. Για να μην ξεχνάς ότι η ζωή κυοφορεί την αδάμαστη βούλησή της να ζήσει.
Εκεί στον τελευταίο βράχο, μισό βήμα απ' την βουτιά, το ζευγαράκι. Σφιχταγκαλιασμένοι έφηβοι. Φωτεινοί όσο κι η μέρα. Τα φιλιά τους σαν τον ήλιο λαμπερά κι ίσως περισσότερο ζεστά. Και το ξέρουν. Και τολμούν ν’ αντικρίζουν μες στο φως του την αγάπη τους. Είναι η πηγή της δικής τους ζωής. Ας λερώσεις επιτέλους το παλτό σου με την αλμύρα που άφησε από νωρίς το κύμα σε αυτόν εδώ τον στεγνωμένο βράχο. Κι ένα τσιγάρο. Το χρειάζεσαι τώρα. Πού τα έχεις αφήσει άραγε αυτά τ’ απογευματινά φιλιά μπροστά στον ήλιο. Σε ποιες εφηβείες ξεχασμένα. Ψάχνεις στον καπνό, που φυσάς μπροστά στο βλέμμα σου, τα πρόσωπα. Και στην πίκρα, που απλώνεις μες στο στόμα σου, γυρεύεις τις γεύσεις των κορμιών. Όσο καταφέρνεις. Αυτό το δάκρυ, μάλλον, αφορά στην απουσία της μνήμης.
Ο ήλιος παίζει με τα σύννεφα κρυφτό. Σαν κάπου να το ‘χω διαβάσει αυτό. Σε κάποιο δημοτικό αναγνωστικό ίσως. Ανάμεσα στ’ άλλα αθώα διαβάσματα. Αθώα όσο το ψέμα που ομορφαίνει την ζωή. Ας είναι. Αυτός ο γλάρος ακόμα δε χόρτασε φαίνεται για σήμερα και παίζει το δικό του κρυφτό με τα ψάρια, που εσύ μόνο φαντάζεσαι μέσα στο νερό. Κι άλλοι γλάροι. Ισορροπούν με ακίνητα τα ορθάνοιχτα φτερά τους πάλι και πάλι πάνω απ’ την τροφή. Ξάφνου εφορμούν ακάθεκτοι. Επιτέλους, μετά από τόσα μάταια πετάγματα. Ψέματα. Δεν υπάρχει μέσα σ’ ολόκληρο το σύμπαν ένα μάταιο ίχνος. Αγαπημένε γλάρε Ιωνάθαν.
Μικρότερα πουλιά τριγύρω σου τσιμπολογούν στην πέτρα, στην άμμο, στην πρασινάδα. Σπουργίτια. Μα ναι, είναι σπουργίτια. Όμως όχι όλα. Αυτό εκεί – μικρούτσικο σαν σπουργίτης, αλλά με λευκή κοιλιά και γκρίζα ράχη, με μαύρη ουρά αριστοκρατική, μακριά, ωσάν ντυμένο επίσημα – τι να είναι; Πώς να το ξέρεις; Πού να σε βρουν εσένα τα πουλιά; Κάποτε, στους υπόγειους χειμώνες σου, έρχονταν σπουργίτια στην αυλή σου συντροφιά. Μα ποτέ τόσο κοντά σου τα πουλιά.
Και την επόμενη στιγμή το ίδιο μακριά όσο πάντα. Γιατί το τσιγάρο κάηκε ως τα δάχτυλα που το κρατούσαν και τινάχτηκες πετώντας το, πριν προλάβεις να σκεφτείς μια κίνηση πιο αθόρυβη. Περιμένεις. Περιμένεις τα πουλιά. Τα πουλιά που δεν ψάχνουν το νόημα της ζωής - το κατέχουν. Πετούν να δοκιμάσουν τα φτερά τους. Κελαηδούν ν’ απολαύσουν την φωνή τους. Κρύβονται στις σκιές να παίξουν με τον ήλιο. Γυρίζουν την πλάτη τους στον ήλιο να μετρήσουν την σκιά τους. Ερωτεύονται να ζήσουν το κορμί τους. Μα δε θα σε πλησιάσουν πάλι τα πουλιά. Δε θ’ αντέξεις όσο χρειάζεται ήσυχα να τα περιμένεις.
Αφήνεις την ακτή να περπατήσεις στο τσιμενταρισμένο πεζοδρόμιο. Μοναχικοί παππούδες σέρνουν τα βήματά τους, με το βλέμμα στους άλλους περιπατητές και στ’ αυτοκίνητα που κυνηγούν τα χιλιόμετρα στην παραλιακή λεωφόρο. Μόνο στη θάλασσα δεν κοιτάζουν. Άραγε θα φοβάσαι κάποτε κι εσύ να βλέπεις στο γαλάζιο της όσα ποτέ δεν έγιναν; Όπως τώρα που δεν τολμάς να θυμηθείς τα φωτεινά φιλιά. Αλλά ίσως δεν έχουν ολότελα χαθεί τα φωτεινά φιλιά. Ένα τηλέφωνο. Στο περίπτερο απέναντι. Διασχίζεις τον δρόμο που τρέχει μ’ εκατόν ογδόντα.
… ναι … εγώ … έλα … έλα εσύ, σε παρακαλώ, έλα τώρα, στην παραλιακή, μην αργείς, με τη μηχανή σ’ ένα τσιγάρο θα ‘χεις έρθει, μην αρνηθείς ... είσαι εντελώς τρελή ... μην αρνηθείς ... το ξέρεις ότι έχω γυμναστήριο, κι έχω αργήσει, θα τα πούμε το βράδυ, μα καλά εσύ πώς βρέθηκες εκεί, τέλος πάντων θα τα πούμε το βράδυ ...
Πώς γέμισε ο δρόμος ξαφνικά; Θα δυσκολευτείς να πάς πίσω πάλι. Και το φανάρι είναι μακριά. Να η στάση. Έχεις κι εσύ γυμναστήριο. Θα προλάβεις, αν δεν αργήσει το λεωφορείο. Μα όχι, όχι. Γρήγορα απέναντι. Υποσχέθηκες στον ήλιο να τον αποχαιρετήσεις στην δική του ώρα απόψε. Θα περιμένεις το αντίο του. Θα σταθείς αντικριστά του ακίνητη. Θα τον καθρεφτίσεις στο πρόσωπό σου. Όπως όλοι αυτοί οι γλάροι. Μαζεύτηκαν όλοι εδώ, πάνω στην άμμο. Τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο. Και στέκονται εκεί. Απλώς στέκονται εκεί. Απέναντι στο μεγαλείο του ηλιοβασιλέματος.
Ένα παιχνιδιάρικο μικρό σκυλάκι αντέχει το σφίξιμο στον λαιμό του, καθώς δοκιμάζει ν’ αντισταθεί – τόσο λίγο – στην αλυσίδα που κρατά σφιχτά η κυρία του. Εκείνη, με την σειρά της, αντιστέκεται στον χρόνο. Φροντίζει με ζήλο το χρώμα και τις μπούκλες των μαλλιών της. Καθένας με τον αφέντη του. Καθένας με τον σκλάβο του. Ελεύθερος κανείς; Όχι εσύ σίγουρα. Μπορείς να μετρήσεις τουλάχιστον μερικές σχέσεις αλυσίδες. Σου απαιτούν - και τους παραχωρείς - συμπεριφορές τόσο συγκεκριμένες. Όσο η ώρα κι η διαδρομή και το μήκος της αλυσίδας για την βόλτα του μικρού σκύλου της κυρίας. Κάποτε υποσχέθηκες να κατεδαφίσεις όλα τα τείχη γύρω σου. Τώρα έχεις επιστρέψει ν’ αναστηλώσεις τα ερείπια. Να βολευτείς στην σκιά τους. Μην αντέχοντας το φως της ζώσας ζωής.
Εκείνη η συννεφιά που πυκνώνει δυτικά, χρυσίζοντας στο περίγραμμά της, θέλει να κλείσει την αυλαία στον ήλιο. Μάλλον οριστικά για σήμερα. Μα έχει ανέβει κιόλας το φεγγάρι. Γεμίζοντας. Λευκό. Αραιά σύννεφα γύρω του στην ανατολή τ’ ουρανού. Το απόλυτο φως δίνει την θέση του στα χρώματα. Τα μάτια καταπίνουν άπληστα την καθαρότητά τους. Για τόσο λίγο. Καταφτάνουν οι σκιές. Ο αέρας έχει πέσει. Το κύμα δεν ακούγεται. Η βαθιά γαλανή ειρήνη. Η αιωνιότητα. Αυτό το χρώμα έχει πάντα η θάλασσα σ’ εκείνο τ’ ονειροπόλημα. Κάθε φορά που καλπάζει η Βροχή στο Χαμόγελο της Τζοκόντα. Ακριβώς αυτό το χρώμα. Εσύ χορεύεις πάλλευκη πάνω απ' την γαλήνη της. Στον ψίθυρο της αύρας που προκαλεί η αναπνοή της μουσικής, φτάνουν οι ανάσες της ως τα γυμνά ακροδάχτυλά σου. Ύστερα βουτάς στην αγκαλιά της να την ξεσηκώσεις. Ως που - στις τελευταίες νότες - χωρίς όρους παραδίνεσαι στους πράσινους βυθούς της.
Μαζεύτηκαν οι πάπιες πλάι στη φρεσκοβαμμένη ψαρόβαρκα. Δυο τρεις γάτες τριγυρνούν ακόμα, ψάχνοντας το δείπνο τους. Ένα χταπόδι φεύγει απ' το χέρι του ψαρά του με βία, να χτυπηθεί πάνω στον τσιμεντότοιχο του μικρού ψαρολίμανου. Άλλοι ψαράδες ετοιμάζουν τα σκάφη τους για την νυχτερινή ψαριά. Οι γλάροι πρέπει να έχουν στήσει σοβαρή κουβέντα εκεί πέρα. Σκουραίνει η θάλασσα σιγά – σιγά προσδοκώντας τη στιγμή που θα σμίξει με τον ουρανό, κρυμμένη από τα βλέμματα, μες στα βαθιά ζεστά σκοτάδια.
Βραδιάζει. Κρυώνεις. Πεινάς. Ας περάσεις απέναντι. Απ’ το φανάρι. Πού ήταν εκείνη η στάση της επιστροφής. Θα μπορούσες να καθίσεις εδώ για λίγο. Ένα τοστ κι έναν καφέ. Ζεστό. Μέσα στην τύρβη αυτής της νιότης, που ψάχνει το μέλλον της αδειάζοντας σε λέξεις, πάνω στα στρογγυλά τραπεζάκια ανάμεσα στα ψηλά ποτήρια του παγωμένου καφέ, όλου του κόσμου τα οράματα. Έξω απ' τα τζάμια η νύχτα ρουφάει βιαστικά κι αχόρταγα τα τελευταία ίχνη της ημέρας. Πλησιάζει ο ορίζοντας. Όλα τα γκρίζα στη σκηνή. Σ’ ένα χορό δίχως κίνηση. Και πάνω στο φλιτζάνι σου με τον καφέ του φίλτρου χοροπηδούν ξέφρενα τα χρωματιστά σου όνειρα, στο ρυθμό αυτής της μουσικής που τα εξοντώνει. Θα τα πάρεις να φύγετε.
Νυχτώνει. Εκεί πρέπει να είναι η στάση. Ξενοδοχείο. Τόσα μπαλκόνια τυχερά. Καλημερίζουν χρώματα καθώς γεννούν οι ανατολές, μέσα σ’ αυτή τη θάλασσα, μέσα σ’ αυτό τον ουρανό, κάθε ξημέρωμα. Δωμάτιο; Ναι. Κρύβεις το κορμί σου απ’ την παγωνιά της νύχτας και την ψυχή σου από την μοναξιά της. Στέκεσαι μέσα απ’ το παράθυρο κι ακούς τη θάλασσα να καθρεφτίζεται όλου του κόσμου τα σκοτάδια. Εκεί που λες δόθηκε τώρα πια ολόκληρη στον ουρανό, να την πάλι του ξεφεύγει μ’ ένα αλλιώτικο μαύρο. Ξέρεις ότι σε περιμένει. Όχι. Από συνήθεια ελπίζεις. Ελπίζεις επίσης πως δεν θ’ αρνηθεί να έρθει κοντά σου αυτό το βράδυ, για μια διαφορετική Παρασκευή. Σε προλαβαίνει το τηλεφώνημα απ’ την ρεσεψιόν. Είναι εδώ. Ανεβαίνει.
… μα πώς ... κάθε φορά που περνάμε τα ζηλεύεις αυτά τα μπαλκόνια ... μάλλον κάτι μ’ έχει κουράσει ... κι εμένα, πολλά, η ρουτίνα, αλλά είναι και κάτι άλλο, είναι αυτό που δε σου έχω πει ακόμα, σ’ αγαπώ, απ’ την πρώτη στιγμή, πριν εσύ με δεις, ως τώρα και ως πάντα ...
Αυτό ήταν. Αυτό σου έλλειπε. Αυτό που δεν είχε ειπωθεί.

5 comments:

  1. Με ξέκαμες
    Τι άλλο να 'πω;

    ReplyDelete
  2. Ούτε κι εγώ έχω κάτι να πω. Μετά από 5 ώρες στο κρατητήριον ήταν βάλσαμο.(το γιατί βρέθηκα στη στενή θα το αναρτήσω σύντομα)

    ReplyDelete
  3. Ναι, ελκυστή μου, ανησυχώ. Τι συνέβη; Χαίρομαι που μπόρεσα ν' ανακουφίσω λίγο. Ή και να ξεκάνω, τα περιττά ελπίζω μέσα σου, Σπύρο.

    ReplyDelete
  4. Απίστευτη κατάθεση-ποταμός! (και με πολλή ουσία).

    ReplyDelete
  5. "Τα βέλη που με μάτωσαν οπλίστηκα," Δημήτρη. Ευτυχώς θυμήθηκα κάτι λόγια μαγικά που είχα κάποτε ακούσει στ’ όνειρό μου και τα μετέτρεψα σε μολύβια και αποπλέω με τις λέξεις να βγω ξανά, κάθε φορά, στη ζωή. Όπως κάνουμε όλοι, δηλαδή.

    ReplyDelete