Friday

φλύαρες διακοπές

… Βρέχει, Στους ήχους της βροχής ακούω τα βήματά σου, Έρχεσαι, Μα ξαφνικά ο ουρανός ξαστέρωσε … (Αγγελική Μπουζινέκη, Τετράδιο Πρώτο)

Παρά τις φλύαρες καλοκαιρινές διακοπές, είναι πάντα μόνη της η θάλασσα. Μόνη τώρα κι εγώ βυθίζομαι στο γαλανό της, ως που δεν αντέχω να φλέγομαι. Η βιαιότητα της επιθυμίας μου πραγματοποιεί την έκρηξή της μες στα νερά που κολυμπήσαμε μαζί ανατολή. Γίνομαι κομμάτια σε κάθε βουτιά. Μαζεύω ύστερα τα θρύμματά μου και βγαίνω να ξαπλώσω στην πετσέτα. Πάνω από βότσαλα που καίνε, αφήνω το κορμί μου να λιώσει κάτω απ’ τις φλόγες του ήλιου του μεσημεριού. Τα λάφυρά της η φωτιά μόνο σε φωτιά θα παραδώσει.
Ως την τελευταία εκτόξευσή μου, που με βγάζει επιτέλους στον δρόμο της επιστροφής. Ξέροντας πόσο ανυπόμονα με περιμένεις. Έχεις φύγει από την αρχή και δεν έγινε άλλη μαγική νύχτα στην Παραλία. Απελπισμένα βιάζομαι να φτάσω. Να σε ξαναβρώ στην μαγεία μιας νύχτας. Ας μην έχουν αστέρια οι νύχτες στην Πόλη.
Αφήνω πίσω μου τη μέρα να φεύγει. Τρέχω σε αργόσυρτους δρόμους να υποδεχθώ μαζί σου την ανατολή της νύχτας. Στο πέρασμα της θάλασσας, δεν πρόφταινα ποτέ να χαρώ τις πτήσεις των γλάρων. Να ψάξω τις μέδουσες μέσα στο νερό. Αλλά σήμερα μετρώ τον κόσμο, τ’ αυτοκίνητα. Μετρώ το χρόνο, στιγμή την στιγμή. Το πλοίο φορτώνει. Το πλοίο ξεκινά. Το πλοίο διασχίζει το πέρασμα. Το πλοίο πιάνει απέναντι. Πόσο πολύ αργεί το πλοίο σήμερα.
Από το σταθμό θα σου τηλεφωνήσω ότι έρχομαι. Αλλά σε θέλω κιόλας να με περιμένεις. Να είσαι εκεί. Να ξέρεις. Η καρδιά μου με φέρνει κοντά σου, αγνοώντας ξεδιάντροπα το πρόγραμμα των διακοπών μου.

Είχα φτάσει λίγες ώρες πριν στην Παραλία. Μόλις που είχαμε επιστρέψει από τη θάλασσα. Βγήκα στην αυλή. Ν’ απλώσω την πετσέτα, το μαγιό. Τυλιγμένη τα μπουρνούζια μου. Ήσουν εκεί με τους υπόλοιπους, γύρω απ’ το πέτρινο τραπέζι. Μάλλον σε ένιωσα παρά σε είδα. Χαιρέτησα, ζητώντας συγνώμη στην εμφάνισή μου. Μπήκα πάλι βιαστικά. Δεν ήταν η αμηχανία της που με συνόδευσε. Ήταν τα μηνύματα του κορμιού σου, που έφτασαν και με άγγιξαν.
Έντυσα στα λευκά το ανάλαφρό μου μαύρισμα και βγήκα. Χτενίζοντας τη διαθεσιμότητά μου, διάλεξα ένα κάθισμα απέναντί σου. Θα ήταν και το τρυφερό αεράκι της αυλής, μα σίγουρα η καυτή ματιά σου, συνόδευε τα δάχτυλά μου ανάμεσα στα βρεγμένα μου μαλλιά που βοηθούσα να στεγνώσουν.
Απολαμβάναμε το βραδινό παγωμένο καφέ. Αυτή την μοναδικά καλοκαιρινή συνήθεια. Στην προετοιμασία μας να τρέξουμε τις νυχτερινές αποστάσεις. Που είναι μακρύτερες τώρα. Που πάνε να συναντήσουν το πρωί. Που δε σε βγάζουν στο δρόμο για το σπίτι, παρά με την προτροπή της φλογισμένης καλημέρας του ήλιου. Γιατί αυτό είναι το καλοκαίρι. Να γευθούμε την ζωή της νύχτας. Ν’ αναγνωρίσουμε στις σκοτεινές φιγούρες όσα ξέρουμε καλά.
Κι ήταν όλα σου τα χαμόγελα για μένα. Κι ήταν για σένα που είχα φτάσει εκεί εκείνη την ημέρα. Κι ήταν για μας που η συντροφιά θα συνέχιζε μαζί στις διαδρομές αυτής της νύχτας.

Μπροστά στο τηλέφωνο. Τρέμω στην αγωνία της πιθανής απουσίας σου. Αχ, γιατί να μην έχω τηλεφωνήσει νωρίτερα. Ήθελα να χαρώ το ξάφνιασμά σου. Να βρεθώ μπροστά σου, χωρίς να ξέρεις πως θα γίνει. Να διαπιστώσω αν τα μηνύματα του πόθου μου σε είχαν βρει, πριν με αντικρίσουν τα μάτια σου. Αλλά ήταν πολύ μακρινή διαδρομή για να την τρέξω μόνη μου. Θέλησα να ξέρεις. Θέλησα την αγκαλιά σου να με περιμένει.
Το τηλέφωνο κουδουνίζει, σφυρίζουν τ’ αυτιά μου, το κεφάλι μου γυρίζει. Απαντάς. Ναι, απαντάς. Εσύ ο ίδιος. Είναι η κραυγή μου ή νομίζω. Μόνο οι γύρω μπορούν να μου πουν με βεβαιότητα. Δεν θα τους ρωτήσω.
- Έρχομαι.
- Θα είμαι εκεί.
Μα και βέβαια θα είσαι εκεί. Εκείνος ο θαμπερός σταθμός της Πόλης, που ποτέ δε μου λέει αντίο, γιατί ξέρει καλά ότι σε λίγο θα ‘μαι πάλι πίσω, φαντάζει τώρα διαυγής από την παρουσία σου. Κι η τύρβη του πνίγεται στην μουσική του καλωσορίσματός σου.
Συνεχίζουμε το κυνήγι της ασφάλτου. Αγαπώ πολύ τις διαδρομές. Ένιωθα πάντα τους τόπους να βιάζονται να μου κρυφτούν. Σήμερα, τι ακινησία. Είμαστε μόλις στο Χωριό ακόμα.

Δεν ξέρω αν ήταν οι ευγένειες ή τ’ απαστράπτοντα βλέμματά μας, που έπεισαν τους φίλους να οδηγήσουν αυτή τη νυχτερινή εξόρμηση και μας επέτρεψαν το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Αναγνώριζα τον τόπο. Από τη μια η ακρογιαλιά σχεδόν έρημη τώρα. Από την άλλη οι κατοικίες με μπαλκόνια ανοιχτά, ταβερνάκια, μπαράκια πνιγμένα στο φως, τους ήχους, σε λίγο στο οινόπνευμα.
Με αδιάκριτες μικρές ματιές σ’ εξερευνούσα. Ανακάλυπτα να κάνεις το ίδιο. Με κέρδισαν τα φωτεινά μηνύματα των άστρων που γέμιζαν τον ουρανό. Έγειρα το κεφάλι να τα χαρώ πιο πολύ από το τζάμι πίσω.
- Δες, ψιθύρισα.
Και γύρισες. Όχι για να δεις την νύχτα. Τα μάτια σου στάθηκαν στον λαιμό μου. Ήθελαν όλα τα φιλιά σου να με φτάσουν. Και τα λαχτάρησα τόσο. Αλλά δεν τ’ αφήσαμε. Στον φόβο της, πώς να δημιουργήσει αιώνιες στιγμές η επιθυμία. Και ποτέ έτσι, όπως και οι δύο το ποθήσαμε την ίδια στιγμή, με την ίδια λαχτάρα στ’ απέναντι μάτια, δεν θα γίνει. Γιατί είναι μοναδική η κάθε φλόγα.
Στρέψαμε τα πρόσωπα έξω. Διαδρομή. Ο πόθος ξαναζούσε για τον καθένα από την αρχή, στο φόντο της νύχτας. Κι όταν σε λίγο κάτι έπρεπε να ειπωθεί, καθώς απευθύνθηκαν οι φίλοι στην σιωπή μας, μιλήσαμε μονάχα για το φόντο.

Βγαίνουμε απ’ την εθνική οδό. Θα πάρουμε φαίνεται επιβάτες από την Κωμόπολη. Άλλοτε θα χάζευα τα ονόματα των δρόμων, τις αυλές, τα μπαλκόνια, τις βιτρίνες, τους ανθρώπους της. Θα έβγαινα απ’ το λεωφορείο να μυρίσω τον αέρα της, ν’ ακούσω την ανασαιμιά της.
Θα έμπαινα στο καφενείο που εξυπηρετεί τους ταξιδιώτες. Να δω έναν ντόπιο. Εκείνον που μένει ριζωμένος εκεί. Βλέπει να ‘ρχονται, να φεύγουν. Ξέρει πώς να μιλήσει τη γλώσσα καθενός. Αλλά σαν στραφεί προς την κουζίνα, να μιλήσει στην γυναίκα του – που μόνον ο ίδιος ξέρει ότι είναι πάντα εκεί – μιλάει την τραγουδιστή του γλώσσα, βρίσκει την αγαπημένη του φωνή.
Ποτέ δεν κατάλαβα αυτούς τους ανθρώπους. Ήθελα πάντα να φεύγω. Να γνωρίζω το κάθε τι εκεί που βρίσκεται εκείνο. Ν’ αφήνομαι να με ορίζει. Ασκούν όμως μιαν ανεξήγητη γοητεία σε μένα εκείνοι που γνώρισαν τον κόσμο όπως διάβηκε περαστικός από τον τόπο τους. Κρατούν τις φευγάτες εικόνες, τις πλάθουν ολόκληρες ιστορίες, αργότερα, στις μεγάλες κρύες νύχτες του έρημου χειμώνα, μ’ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, για την δική τους γνώριμη μικρή συντροφιά.
Αλλά τώρα μένω καρφωμένη στην θέση μου. Μετρώ τις στιγμές που χρειάζονται για να μπει ο κάθε επιβάτης. Στο μέτρημά μου τρέχω γρηγορότερα απ’ τα κλάσματα του δευτερόλεπτου. Σε θέλω να με περιμένεις. Μα είναι πολύ νωρίς για να ‘χεις ξεκινήσει.

Είχαμε διανύσει όλον τον παραλιακό δρόμο, από χωριό σε χωριό, χαζεύοντας το νυχτερινό τοπίο. Κουτσομπολεύοντας διάφορες παρέες. Ψάχνοντας το καλλίτερο μπαράκι για την δική μας. Αλλά είχαμε απίθανα κακοπροαίρετη κριτική διάθεση. Κανένας χώρος, που από ανθρώπινα χέρια είχε φτιαχτεί για νυχτερινές απολαύσεις, δε μας ταίριαζε.
- Λοιπόν, ένα μπουκάλι ουίσκι και σ’ εκείνη την παραλία, είπα.
Δεν σκεφτόταν κανείς τίποτα καλλίτερο, στ’ αλήθεια. Αλλά, έχοντας φέρει μαζί μας τις κακές συνήθειες από την Πόλη, θέλαμε και τις ανέσεις μας. Να έχουμε πάγο δύσκολο. Αρκεστήκαμε σ’ ένα μπουκάλι παγωμένο νερό. Και πλαστικά ποτήρια. Φτάσαμε τελικά όσο μπορούσαμε κοντύτερα στη νύχτα.
Η θάλασσα, μέσα στα σκοτάδια της, ακόμα πιο προκλητική. Πετάξαμε πέρα τα παπούτσια. Περπατήσαμε στον αφρό της τα γυμνά μας βήματα. Θέλησα να απαλλαγώ από τα ρούχα μου. Να βυθιστώ στη δροσερή αγκαλιά της. Ν’ αφήσω το κορμί μου στα χέρια της τα κύματα. Να ελευθερωθώ από τις πληγές του πόθου μου. Αλλά μόνο σηκώσαμε τα πλαστικά ποτήρια στην υγειά της. Ανάψαμε τσιγάρο. Είμαστε όλοι αρκετά διψασμένοι. Γεμίσαμε πάλι τα ποτήρια μας. οινόπνευμα.

Επιστρέφουμε στο γρήγορο δρόμο. Η μεγαλύτερη ταχύτητα μου φαίνεται ασήμαντη. Είναι και οι στάσεις, ως τα όρια του νομού που εξυπηρετείται απ’ αυτό το δρομολόγιο. Για να παίρνουμε επιβάτες και για να φορτώνω με καθυστερήσεις την ανυπομονησία μου. Για πρώτη φορά στα ταξίδια μου, μετρώ χιλιόμετρα. Εναγωνίως και αντιστρόφως. Οι τόποι, που άλλοτε δεν προλάβαινα να χαρώ το χρώμα τους, πόσο αργούν να φύγουν πίσω σήμερα.
Βγαίνει ο δρόμος αριστερά, ως επάνω ακριβώς από την θάλασσα. Ψηλά από το παράθυρο, δε βλέπω την άσφαλτο που ακουμπούν οι τροχοί. Είναι εκεί που πάντα ήθελα να κρατάει περισσότερο η διαδρομή. Να χάνω την ματιά μου στα μικρότερα και τα μεγάλα βάθη του σκοτεινού γαλαζοπράσινου βυθού. Να φαντάζομαι τη ζωή που υπόσχονται. Ως απέναντι στα γκριζογάλανα βουνά και το ολοφώτεινο γαλανό του ουρανού, αντικριστά στον ήλιο. Τώρα βιάζομαι. Πότε να διανύσουμε την απόσταση όσο βλέπω μπροστά. Κι ακόμα όσο πέρα.
Αμέσως ύστερα, ο δρόμος μπαίνει δεξιά, μέσα στον κάμπο, στους πρόποδες των βουνών. Κλείνω τα μάτια. Προσπαθώ να διώξω κάθε σκέψη. Ένας υπνάκος θα ‘ταν γιατρειά. Αλλ’ αδύνατο να συμμαχήσω με το Μορφέα. Είμαστε ανάμεσα σε γη. Από δω ο κάμπος. Από κει τα βουνά. Από τη μια οι ελαιώνες. Από την άλλη τα πεύκα. Αλλά τα δάση λειψά. Στο τέλος μετρώ καμένες πλαγιές.

Ξαπλωμένοι στα βότσαλα, απολαμβάναμε τον πιο φωτεινό ουρανό που γνώρισα ως τώρα. Τόσο πυκνοκεντημένο χρυσάφι στο σκοτάδι. Δεν το είχα πάλι συναντήσει. Εν’ αστέρι έπεσε. Δεν πρόλαβα την ευχή. Αμέσως έπεσε άλλο ένα. Α, δεν ήταν για ευχές εκείνη η νύχτα. Έπεφταν αστέρια πιο συχνά απ’ όσο γεμίζαμε ποτήρια.
Εσύ στο πλάι μου. Λίγο να μετακινούσα το χέρι μου, σε άγγιζα. Το έκανα. Ρίγησες. Κι εγώ. Έκλεισα τα μάτια να το ξαναδώ. Άπλωσα πάλι το χέρι μου στην επαφή σου. Το πήρες στο δικό σου. Το έσφιξες επάνω σου. Έγειρα τα βλέφαρα να σε νιώθω. Και δεν είχα χορτάσει το χρυσάφι τ’ ουρανού.
Αλλά τα κακομαθημένα μας κορμάκια δεν άντεξαν την υγρή ανατομία της στρογγυλεμένης πέτρας. Ανακαθίσαμε. Σε λίγο οι εκπολιτισμένες μας φύσεις δεν άντεχαν την μπαλάντα του αφρού της θάλασσας και της σιωπής. Κάτι πιάσαμε να λέμε. Κάτι να τραγουδήσουμε. Ν’ ακούμε την φωνή μας να ξεχνιόμαστε. Μην πλανευτεί η καρδιά από την γαλήνη και πάρει τον δρόμο της αλήθειας της. Αστεία να γελάμε, ν’ αποφορτιζόμαστε. Σε πείσμα του ποτού που ζητούσε το δάκρυ μας.
Το μπουκάλι άδειασε. Αλλά ήθελε ακόμα τη συντροφιά μας η νύχτα. Μπορούσαμε να φάμε παγωτό στο διπλανό χωριό. Θα περπατούσαμε ως εκεί. Αυτό ήταν υπέροχο. Περνούσαν μερικά μεθυσμένα αυτοκίνητα. Χρωμάτιζαν κίτρινα τα πόδια του βουνού. Θα έφταναν ως την θάλασσα, αν οι άνθρωποι δεν τα είχαν ακρωτηριάσει για την εξυπηρέτηση της επικοινωνίας τους. Καθώς προσπερνούσαν μας έπαιρνε στην αγκαλιά του το πιο σκοτεινό μπλε φως της νύχτας.
Μου έδωσες το χέρι σου. Ακολουθούσαμε. Μένοντας συχνά πιο πίσω. Για ένα τρυφερό αγκάλιασμα. Να σε νιώθω να καις. Για ένα πικρό φιλί. Να ψάχνω, πίσω απ’ το οινόπνευμα και τον καπνό, την γεύση σου. Ήταν αρκετό. Ήταν όλα. Γιατί ο έρωτας στα λίγα μεγαλώνει. Για να μας ζητήσει αύριο τα πάντα και εάν τα έχουμε.

Φτάνουμε στον Ισθμό. Η καθιερωμένη ολιγόλεπτη στάση του δρομολογίου. Υπομονή. Πάντα λένε ‘για δέκα λεπτά’. Ξεκινούν πάλι μισή ώρα αργότερα. Κατεβαίνω. Να περπατήσω τα μέλη μου. Να καπνίσω ένα τσιγάρο. Να παρατηρήσω τα κύκνεια χρώματα αυτής της ημέρας.
Απέναντι τα βουνά της Κορινθίας. Μια τεράστια καπνοδόχος. Άλλη μια πυρκαγιά γι’ αυτό το καλοκαίρι. Έχω χάσει πια μαζί τους το λογαριασμό. Σταμάτησα στον όλεθρο της Ικαρίας. Τα όρια της αντοχής μου θρυμματίστηκαν. Εκεί δεν μετρούσες καμένα στρέμματα, καμένα σπίτια, καμένες περιουσίες. Εκεί κάηκαν ζωντανοί δώδεκα άνθρωποι.
Για δυο – τρεις μέρες βιώσαμε όλοι, στον ρυθμό των εκφωνητών, την ηδονή του τρόμου για την φρίκη που δε χτύπησε την δική μας πόρτα. Και, γρήγορα ξεχνώντας, επιστρέψαμε δριμύτεροι στα καθημερινά μας. Έτσι κάθε καλοκαίρι. Πυρπολούμε αδιαφορία την ελληνική γη. Φέτος όμως το κακό παράγινε. Βάλαμε φωτιά στα ίδια μας τα σπίτια. Αν δεν καήκαμε μαζί τους είναι η τραγικότερη ειρωνεία και η προστυχότερη παρηγοριά.
Τέτοιες σκέψεις, πάντα απερίγραπτα τυραννικές, φαίνεται τώρα ν’ ανακουφίζουν την αγωνία μου να σε φτάσω. Μετατοπίζονται ευκολότερα οι στιγμές, όταν δε μετρώ τον χρόνο ως εσένα. Σε θέλω να με περιμένεις. Αλλά έχεις ώρα ακόμα για να πάρεις τον δρόμο της υποδοχής.

Ένα πλούσια γλυκό γεύμα παγωτού ήταν ό,τι χρειαζόμαστε περισσότερο πραγματικά. Κι ο χώρος ήταν γλυκύτατος. Τα φώτα χαμηλωμένα. Η μουσική χαλί στους διαλόγους μας. Ο κόσμος λίγος πια αυτήν την ώρα. Λίγα βήματα πιο πέρα η θάλασσα. Να λέει τα δικά της τραγούδια στο γιαλό. Τονώθηκαν τα διαλυμένα στον καπνό και το οινόπνευμα κορμιά μας. Γλυκάθηκαν τα σπλάχνα μας. Ζωήρεψε η συντροφιά. Αυτά ήταν γέλια πραγματικά, αληθινό κέφι. Δεν προλαβαίναμε να χαρούμε εκείνο, κάποιος σκαρφιζόταν το άλλο.
Η νύχτα έλεγε να φύγει. Σηκωθήκαμε κι εμείς. Ιχνογραφούσε η ημέρα τα βουνά στα πρώτα της βήματα. Η θάλασσα κι ο ουρανός χώριζαν στον ορίζοντα το νυχτερινό τους σμίξιμο. Φτάσαμε στο αυτοκίνητο. Σταθήκαμε μια στιγμή να δούμε τι έμεινε απ’ ό,τι ζήσαμε εδώ, μέσα στο φως της νύχτας. Δεν άντεξα. Ευτυχώς. Προχώρησα προς την θάλασσα, αφήνοντας ένα - ένα τα ρούχα μου στη διαδρομή. Όπως ο κοντορεβιθούλης άφηνε τα βότσαλά του στα παραμύθια μου.
Ξαφνιάστηκε το σώμα μου στα παγωμένα νερά της. Ύστερα με μιας βυθίστηκε μέσα της ολόκληρο. Είναι στιγμές που οι φύσεις μας, στην αγκαλιά της μάνας φύσης, φορτώνουν όλες τις αισθήσεις τους με συγκινήσεις που ποτέ δε φανταστήκαμε. Και δεν ξέρω αν, μέσα στην μικρή μου ζωή και την αρχαία μου γλώσσα, θα βρω κάποτε τις λέξεις να τις περιγράψω.
Η μέρα, φτάνοντας, γεννούσε χρώματα. Κανείς δεν άντεξε να μείνει απέξω. Βουτήξαμε όλοι. Γιορτάστηκε η ανατολή μοναδικά μέσα σε τούτα τα νερά. Με ακολούθησες μακρύτερα. Άφηνες στην επαφή μου το κορμί σου. Πόσο σε ήθελα. Κυλούσε το νερό στο πρόσωπό σου. Το στόμα σου ήταν κατακόκκινο. Σε ρουφούσα τάχα να γευτώ την θάλασσα. Έψαχνα την γεύση σου κρυμμένη πίσω απ’ την αλμύρα της.
Βγαίνοντας, μπήκαμε βιαστικά μέσα στα ρούχα. Αλλά δεν θα φεύγαμε ακόμα. Ανάψαμε τσιγάρο. Και να. Ένας ολόλαμπρος κόκκινος ήλιος, ματωμένος απ’ τη νύχτα του, ανέβηκε σιγά, ευλαβικά το θρόνο της ημέρας.

Αφήνουμε πίσω τη διαδρομή της μέρας και τους καπνούς της φωτιάς. Κατευθυνόμαστε βορειότερα. Στην τελική ευθεία για την Πόλη. Η πιο γνώριμη απ’ τις διαδρομές μου. Κουρασμένη απ’ την απουσία της υπομονής μου σ’ αυτό το ταξίδι, λέω να κλείσω τα μάτια μου για λίγο. Όμως εκείνα διαφωνούν. Με κερδίζουν οι σκιές που γεννά το φτάσιμο της νύχτας. Σκοτεινιάζει η θάλασσα. Ο ουρανός αρχίζει να βαραίνει. Οι στεριές στην άκρη του ορίζοντα γέρνουν κουρασμένες από την καυτή και καπνισμένη μέρα. Σε λίγο όλα μι’ αγκαλιά θα φωλιάσουν στο σκοτάδι. Αλλά τα βάρβαρα φώτα θα βιάσουν πάλι τα όνειρά τους.
Αλητεύοντας το βλέμμα μου στρέφει αριστερά, για ν’ αναπηδήσω στην εικόνα. Άλλη μια φωτιά. Ανάμεσα σε δύο χαμηλά βουνά, μια μικρή ευτυχώς φωτιά. Αλλά μικρή είναι τώρα. Σε λίγο θα είναι σίγουρα μεγαλύτερη. Και λίγο αργότερα επικίνδυνη. Κι ως το πρωί ανεξέλεγκτη. Σε δυο ή τρεις μέρες, οι υπεύθυνοι της ενημέρωσής μας θα μας δώσουν τον απολογισμό της καταστροφής.
Κινούμαστε πολύ πιο αργά τώρα. Ο δρόμος, όσος φαίνεται μακριά, λάμπει ζευγάρια κόκκινα κινούμενα φανάρια. Η περιοχή κατοικημένη, μάλλον πυκνοκατοικημένη, την μεγαλύτερη ασχήμια της ανθρώπινης δημιουργίας. Τα μάτια μου δεν έχουν πια τι να χαρούν. Ας γείρω τα βλέφαρα, επιτέλους.

Ήταν η πρώτη και η μόνη νύχτα μας στην Παραλία. Και θα είναι πάντα ένα διάφανο πετράδι στις νύχτες της ζωής μου. Επιστρέψαμε στο σπίτι αμίλητοι. Δεν υπήρχε κάτι να ειπωθεί. Είμαστε πλήρεις. Χωρίς να έχουμε εκπληρωθεί. Κρατούσες το χέρι μου μέσα στο δικό σου κι ανάμεσα στις χούφτες μας σπαρταρούσε η εκκρεμότητά μας. Αποχαιρετιστήκαμε. Σε λίγες ώρες θα έφευγες. Οι διακοπές σου είχαν τελειώσει. Στο μαξιλάρι μου θέλησα να ξαναζήσω στιγμή τη στιγμή αυτή τη νύχτα. Το κορμί μου με πρόδωσε για άλλη μια φορά, παραδίνοντάς με στο Μορφέα.
Το πρωινό μου ξύπνημα, περασμένο πια το μεσημέρι, μ’ έφερε πάλι στο πέτρινο τραπέζι της αυλής. Κάτω απ’ την σκιά της κληματαριάς. Ν’ απολαύσω έναν πολύτιμο καφέ. Εκεί σε ξαναβρήκα. Εκεί επάνω στην στρογγυλή πέτρα, ενθύμιο από το χειροκίνητο ελαιοτριβείο. Εσύ είχες ήδη φύγει. Έψαχνα τους χρόνους και τις αποστάσεις. Να εντοπίσω το στίγμα σου.
Οι διακοπές σου είχαν τελειώσει. Μήπως κι οι δικές μου; Α, όχι βέβαια. Ήρθα ως εδώ, υπακούοντας στο πιο φιλόξενο κάλεσμα. Με την υπέροχή προοπτική των πιο ξένοιαστων διακοπών της ζωής μου. Όπως παιδί. Διαθέσιμη σε όλα και σε όλους. Και ακόμα τίποτα δεν είχα γνωρίσει από αυτόν τον τόπο, τους ανθρώπους του. Η απουσία σου ήταν αυτό που γνώριζα στο μεταξύ. Αλλά θα ξεμπέρδευα μαζί της και θα χαιρόμουν τις μέρες και τις νύχτες του καλοκαιριού μου. Νόμιζα. Γιατί η απουσία σου συνέχιζε να είναι παρούσα.

Είμαστε κάτω από την γέφυρα. Περιμένουμε ν’ ανάψει το πράσινο φανάρι για τα τελευταία μέτρα της διαδρομής. Έχει σκοτεινιάσει πια κι η Πόλη έχει ντυθεί τα ηλεκτρικά της φώτα. Μπαίνουμε στο σταθμό. Τα μάτια μου σε ψάχνουν. Μα δεν είσαι εκεί. Κατεβαίνουμε να φορτωθούμε τα πράγματά μας, που ταξίδεψαν στην κοιλιά του κουρασμένου τροχοφόρου. Αλλά να, στέκεσαι σε κείνη τη γωνία. Με βλέπεις. Δεν πλησιάζεις. Μόνο κρατάς τα χέρια σου σταυρωμένα μπροστά στο στήθος. περιμένεις. Σε φτάνω.
- Έλα, είναι μια ώρα που περιμένω.
Το στόμα μου πάει ν’ ανοίξει, θέλοντας να σου εξηγήσει πόσο γεμάτος ήταν ο δρόμος. Αλλά τι νόημα έχει. Μπαίνουμε σ’ ένα ταξί. Κάτι λες για τον εκνευρισμό σου κατά την αναμονή. Δεν κατορθώνω να βρω τι ν’ απαντήσω.
Το σπιτάκι μου με περιμένει ανοιχτή αγκαλιά. Λίγα τετραγωνικά τυλιγμένα στο τσιμέντο, ο μικρός μου παράδεισος. Το κρεβάτι, που χαίρεται τους έρωτές μου. Τα μαξιλάρια, που στην αγκαλιά τους κλαίω τις αγωνίες μου. Το γραφείο, που στενάζει κάτω απ’ το μολύβι μου. Τα βιβλία, πολύτιμη συντροφιά στα ατέλειωτα βράδια μου. Η μαλακή πολυθρόνα, που παίρνω αγκαλιά στις πιο όμορφες νωχελικές μου ώρες. Βγαίνω στο μικρό μπαλκόνι. Με υποδέχονται λίγα πράσινα γλαστράκια με τις ανάσες τους στεγνές. Φέρνω νερό να ξεδιψάσουν.
Αναγνωρίζεις το χώρο μου. Σου αρέσει. Σε περίμενε, ξέρεις. Ήταν που μας αποχαιρετούσε, χαμογελώντας θλίψη, εμένα και την μοναξιά μου, όταν του υποσχέθηκα πως θα γυρίσω με την τρυφερή σου συντροφιά. Αλλά μοιάζει να μη θέλησε να επιστρέψει η τρυφερότητα απ’ τις διακοπές μας. Χαζεύεις την βιβλιοθήκη μου, όσο να πλύνω απ’ το ταξίδι το κορμί μου. Σε λίγο στο εστιατόριο της γειτονιάς, πιάνουμε κουβέντα φιλολογική. Πόσο μου λείπουν τ’ αστέρια απόψε.
Παίρνουμε ένα δεύτερο μπουκάλι απ’ αυτό το παγωμένο κρασί για το σπίτι. Βαραίνει η νύχτα και δε φταίει το φορτίο του καλοκαιριού πάνω στην Πόλη. Επιστρέφουμε με την ωχρή ανάμνηση της επιθυμίας που γεννήθηκε στην Παραλία. Αλλά στη θύμησή του ο πόθος θέλει μάλλον την μοναξιά μας, παρά μια τόσο μοναχική συντροφιά. Το ραδιόφωνο παίζει απαλές νυχτερινές μελωδίες. Κερνάς. Ανάβω δυο κεριά. Και τα τσιγάρα μας με την σειρά τους απ’ τη φλόγα τους. Μιλάς. Ανάμεσα στο κρασί και το τσιγάρο, στον ρυθμό της ολοζώντανης φλογίτσας, μιλάς για διάφορα αδιάφορα κι έχω πάψει από ώρα να σ’ ακούω.
Με τα στόματα σφιγμένα, δοκιμάζουμε φιλιά που δε μας θέλουν. Τα δάχτυλά μου ανιχνεύουν διστακτικά τους δρόμους του κορμιού σου. Αφήνω το δικό μου στα χέρια σου. Δεν φαίνεται να θέλεις να το ζωντανέψεις. Κάνω να το πάρω πίσω και τ’ αρπάζεις ξαφνικά. Ψάχνεις τους δρόμους που γρήγορα θα φτάσουν στους αδένες μου. Βιάζεσαι. Βιάζομαι τώρα κι εγώ. Τα κορμιά δε δίνουν. Απαιτούν. Μα ούτε παίρνουν. Έχουμε ο ένας το κορμί του άλλου. Καθένας τις φαντασιώσεις του. Ξετινάζουμε την ηδονή απ’ τα σπλάχνα μας κι αφήνουμε τα σώματα να πέσουν άδεια επάνω στο λευκό σεντόνι. Πόσο είμαστε λίγοι. Μ’ ένα μαξιλάρι αγκαλιά ψάχνει καθένας τα μεθυσμένα όνειρά του. Όταν με ξυπνάς είσαι κιόλας ντυμένος, έτοιμος.
- Πρέπει να φύγω, λες. Ανάβεις τσιγάρο.
- Στάσου να κάνω καφέ. Δε γίνεται στεγνό το πρώτο τσιγάρο.
Παίρνω μια ρουφηξιά κι εγώ απ’ τον καφέ σου. Ανάβω το δικό μου τσιγάρο. Ανοίγω το μπαλκόνι στην ημέρα. Δε μιλάμε. Δεν υπάρχει κάτι που να λέγεται. Σβήνεις το τσιγάρο σου στην μέση. Σηκώνεσαι. Σ’ ακολουθώ ως την πόρτα.
- Πάρε κανένα τηλέφωνο.
- Βεβαίως. Κι εσύ επίσης.
Κοντεύει μεσημέρι. Με το τσιγάρο μου και τον καφέ σου, μετρώ τις μέρες της άδειάς μου που ήθελα να σου χαρίσω. Πετώ στο νεροχύτη την κούπα, το τασάκι. Και το κορμί μου μέσα στην μπανιέρα. Μου κόβεται η ανάσα. Αλλά είναι λύτρωση το κρύο νερό. Ένα τσιγάρο ακόμα καθώς στεγνώνει το κορμί μου. Αδειάζω το σάκο πάνω στο κρεβάτι. Διαλέγω καθαρό μακό. Παίρνω το τζιν του ταξιδιού απ’ την κρεμάστρα. Γεμίζω το σάκο μου ξανά. Κλείνω με βία το μπαλκόνι. Το σπίτι μου δακρύζει. Γυρίζω τον διακόπτη του ηλεκτρικού. Κλειδώνω πίσω μου την πόρτα. Στην στροφή ένα ταξί.
- Στο σταθμό. Όχι. Στο λιμάνι. Ναι, στο λιμάνι.
Το πρώτο πλοίο φεύγει για το αγαπημένο μου Νησί. Δεν είναι μακριά. Πριν βραδιάσει έχω φτάσει.
Την Παρασκευή το βράδυ είσαι ‘κει. Χάνονται οι λέξεις μου μέσα στην έκπληξη.
- Έλεγες στον ύπνο σου για το Νησί._

http://www.milos-island.info/gr/photos.htm

2 comments:

  1. Αίγλη ... απ' την Παρασκευή ήθελα να σου γράψω (αλλά δεν πρόλαβα) ... πως θέλει δύναμη ο διάλογος με το παρελθόν ... και με συγκίνησε ο δικός σου ... αθωότητα, είπε κάποτε η Edna O' Brien, είναι να βλέπεις ανοιχτά τη ζωή ... και εγώ προσθέτω, να βλέπεις ανοιχτά το παρελθόν ... εύχομαι μόνο να μπορείς να κλείνεις τις πόρτες μετά από κάθε επίσκεψη και να ζεις το παρόν ... γιατί τελικά μόνο αυτό υπάρχει πραγματικά ...

    ReplyDelete
  2. Αχ, αυτά τα λόγια τους, που μας συνοδεύουν, που μας γίνονται αφορμές... Αυτό προσπαθώ, Εύα μου, ν' αφήνω το παρελθόν και να προχωρώ. Αλλ' αυτή η μικρή ιστορία είναι πολύ πρόσφατη και δεν μπορώ να της ξεφύγω τόσο εύκολα. Κι απ' την άλλη δε θέλω να διαγράφω τους ανθρώπους απ' τη ζωή μου. Φεύγοντας για το μέλλον, ρίχνω κάθε τόσο μια ματιά και πίσω.

    ReplyDelete