Saturday

When God Laughs, by Jack London

Όταν ο Θεός Γελά[1]

Οι θεοί, οι θεοί είναι ισχυρότεροι
Ο χρόνος καταρρέει εμπρός τους
Οι άνθρωποι γονατίζουν, προσκυνούν
Προσευχές και θρήνους στέλλουν
Ωσάν θυμίαμα προς αυτούς
Γιατί αυτοί είναι θεοί, Φελίς
[2]

Ο Καρκινέζ[3] επιτέλους χαλάρωνε. Έριξε μια ματιά στα παράθυρα που έτριζαν, σήκωσε τα μάτια του στα δοκάρια της οροφής, άκουσε για μια στιγμή το άγριο βουητό από τα νοτιοανατολικά καθώς χτυπούσε το μπανγκαλόου με την ωρυγή του διάσελου. Ύστερα σήκωσε το ποτήρι του μπροστά στη φωτιά και γέλασε χαρούμενα μέσ’ από το χρυσαφένιο κρασί.
‘‘Είναι ωραίο’’ είπε. ‘‘Γλυκό και μυρωδάτο. Είναι το κρασί που φτιάχνουν οι γυναίκες για να πίνουν οι γκριζοντυμένοι άγιοι.’’
‘‘Το καλλιεργούμε στους ζεστούς μας λόφους’’ αποκρίθηκα με εύλογη καλιφορνέζικη περηφάνια. ‘‘Στους αμπελώνες απ’ όπου πέρασες χτες.’’
Άξιζε τον κόπο να κάνεις τον Καρκινέζ να χαλαρώνει. Άλλωστε, δεν ένιωθε πραγματικά ο εαυτός του παρά όταν αισθανόταν τη μεστή θέρμη του κρασιού να τραγουδά μέσα στο αίμα του. Ήταν καλλιτέχνης, πράγματι, πάντα καλλιτέχνης. αλλά δίχως το ποτό χαμήλωναν οι τόνοι του κι η σπιρτάδα αποτραβιόταν, θα ‘λεγες, από τη σκέψη του και κινδύνευε να γίνει θανάσιμα βαρετός, σαν βρετανική Κυριακή. όχι βαρετός όπως οι άλλοι άνθρωποι, αλλά βαρετός σε σχέση με τον σπιρτόζο άνθρωπο που ήταν ο Μόντε Καρκινέζ όταν ένιωθε πραγματικά ο εαυτός του.
Μα μη φανταστείτε ότι ο αγαπητός μου φίλος και πολυαγαπητός μου σύντροφος Καρκινέζ ήταν μεθύστακας. Κάθε άλλο. Σπάνια έχανε τον έλεγχο. Όπως σας είπα, ήταν καλλιτέχνης. Ήξερε πότε είχε πιει αρκετά. και αρκετά για κείνον ήταν όταν έφτιαχνε η διάθεσή του, η διάθεση που εσείς κι εγώ έχουμε χωρίς να πιούμε.
Τον διέκρινε μια σοφή κι ενστικτώδης εγκράτεια που απέπνεε ελληνικότητα. Μολονότι κάθε άλλο παρά Έλληνας ήταν. ‘Είμαι Αζτέκος, είμαι Ίνκα, είμαι Ισπανός,’ συνήθιζε να λέει. Και στ’ αλήθεια κάπως έτσι έμοιαζε, ένα κράμα από παράξενες και αρχαίες φυλές, με το μελαψό του δέρμα και τα ασύμμετρα και πρωτόγονα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τα μάτια του, κάτω από πυκνά τοξωτά φρύδια, έστεκαν μακριά το εν’ από τ’ άλλο κι ήταν μαύρα μ’ ένα βαρβαρικό μαύρο, ενώ μπροστά τους ήταν μόνιμα πεσμένη μια μεγάλη τούφα μαύρα μαλλιά μέσ’ απ’ τα οποία κοίταζε σαν κατεργάρης σάτυρος πίσω από τη λόχμη. Φορούσε πάντα ένα φανελένιο πουκάμισο και μια κόκκινη γραβάτα μέσ’ απ’ το βελούδο-κοτλέ σακάκι του. Αυτή η τελευταία αντιπροσώπευε την κόκκινη σημαία (έζησε κάποτε κοντά στους σοσιαλιστές στο Παρίσι) και συμβόλιζε το αίμα και την αδελφοσύνη των ανθρώπων. Δεν τον είχε δει ποτέ κανείς να φορά τίποτ’ άλλο στο κεφάλι του παρά ένα δερματόδετο σομπρέρο. Και λεγόταν ότι είχε γεννηθεί μ’ αυτό το ξεχωριστό πράγμα να καλύπτει την κεφαλή του. Μ’ απ’ όσο ξέρω αυτή η φήμη κυκλοφορούσε μόνο και μόνο για να μας δίνει την ευχαρίστηση να φανταζόμαστε αυτό το μεξικάνικο σομπρέρο να ψάχνει ταξί στο Πικαντίλυ ή να το παίρνει ο άνεμος στην κοσμοσυρροή της Εναέριας Νέας Υόρκης.
Όπως σας έλεγα, ο Καρκινέζ ζωντάνευε με το κρασί ‘όπως ο πηλός ζωντάνεψε όταν ο Θεός φύσηξε την πνοή της ζωής μέσα του,’ καθώς έλεγε κι ο ίδιος. Πρέπει να ομολογήσω ότι ήταν βλάσφημα φιλικός με το Θεό και πρέπει να προσθέσω ότι κάθε άλλο παρά τον χαρακτήριζε η βλασφημία. Ήταν πάντοτε ειλικρινής και, επειδή ξεχείλιζε από παράδοξα, εξαιρετικά παρεξηγημένος από εκείνους που δεν τον ήξεραν. Άλλοτε ήταν απολύτως άξεστος ωσάν ωρυόμενος αγριάνθρωπος κι άλλοτε ευαίσθητος σαν κοριτσόπουλο ή εκλεπτυσμένος ως Ισπανός. Αλλά, βέβαια, μήπως δεν ήταν Αζτέκος, Ίνκα, Ισπανός;
Και τώρα πρέπει να σας ζητήσω να με συγχωρήσετε που του παραχώρησα τόσο χώρο. είναι φίλος μου και τον αγαπώ. Το σπίτι σειόταν απ’ τη θύελλα κι εκείνος τραβήχτηκε κοντύτερα στη φωτιά και της γέλασε μέσ’ απ’ το κρασί του. Με κοίταξε και, από την περισσή λάμψη στα μάτια του κι από τη ζωηράδα τους, ήξερα ότι τελικά είχε κουρδιστεί στο σωστό τόνο.
‘‘Έτσι, λοιπόν, νομίζεις ότι νίκησες τους θεούς;’’ μπήκε στο θέμα.
‘‘Γιατί τους θεούς;’’
‘‘Ποια άλλη παρά η δική τους βούληση εγκατέστησε στον άνθρωπο το χορτασμό;’’ φώναξε.
‘‘Και πόθεν η βούληση σε μένα ν’ αποφεύγω το χορτασμό;’’ ρώτησα θριαμβικά.
‘‘Οι θεοί είναι πάλι’’ γέλασε. ‘‘Το δικό τους παιχνίδι παίζουμε. Εκείνοι ανακατεύουν και μοιράζουν τα χαρτιά… και κερδίζουν τα στοιχήματα. Μη νομίζεις ότι ξέφυγες επειδή έφυγες από τις τρελές πολιτείες. Εσύ, με τους αμπελοντυμένους λόφους σου, με τις ανατολές και τα δειλινά σου, με το σπιτικό φαγητό και τον λιτό κι απέριττο τρόπο της ζωής σου!
’’Σε παρατηρώ αφότου ήρθα. Δε νίκησες. Παραδόθηκες. Έκλεισες συμφωνία με τον εχθρό. Ομολόγησες ότι κουράστηκες. Ύψωσες τη λευκή σημαία της κόπωσης. Κρέμασες μια ανακοίνωση που λέει ότι η ζωή εξασθενεί μέσα σου. Το ‘σκασες απ’ τη ζωή. Έκανες ένα κόλπο, ένα άθλιο κόλπο. Ματαίωσες το παιχνίδι. Αρνήθηκες να παίξεις. Πέταξες τα χαρτιά σου κάτω απ’ το τραπέζι και το ‘σκασες να κρυφτείς, εδώ ανάμεσα στους λόφους σου.’’
Τίναζε πίσω τα ίσια του μαλλιά και τα μάτια του πετούσαν σπίθες ενώ σπάνια διέκοπτε, ίσα για να τυλίξει ένα μακρύ, καφέ, μεξικάνικο τσιγάρο.
‘‘Μα οι θεοί γνωρίζουν. Είναι παλιό το κόλπο. Η ανθρωπότητα γενιές τώρα το παλεύει… και χάνει. Οι θεοί γνωρίζουν ν’ αντιμετωπίζουν κάποιους σαν εσένα. Αναζητάς για να έχεις κι έχεις για να χορταίνεις. Αλλά εσύ, με τη σοφία σου, αρνείσαι ν’ αναζητάς πλέον. Επέλεξες την αποχή. Θα χορτάσεις αποχή. Αποφεύγεις, λες, το χορτασμό! Τον έχεις απλώς ανταλλάξει με το γήρας. Και το γήρας είναι μια άλλη ονομασία για το χορτασμό. Είναι η προσποίηση του χορτασμού. Πφ!’’
‘‘Μα για κοίταξέ με’’ του έβαλα τις φωνές.
Ο Καρκινέζ είχε αυτό το δαιμόνιο, να σου παρουσιάζει τις αδυναμίες σου, να σε κάνει κουρέλι και συντρίμμι.
Με κοίταξε περιφρονητικά από την κορυφή ως τα νύχια.
‘‘Βλέπεις κανένα σημάδι;’’ του αντέταξα.
‘‘Η φθορά είναι ύπουλη’’ ανταπάντησε. ‘‘Είσαι ένας διεφθαρμένος γέρος.’’
Γέλασα και του συγχώρησα την ακραία φαυλότητα. Αλλ’ εκείνος αρνήθηκε τη συγνώμη.
‘‘Δεν ξέρω τι λέω, νομίζεις;’’ ρώτησε. ‘‘Οι θεοί πάντα νικούν. Έχω παρακολουθήσει για χρόνια ανθρώπους να παίζουν κάτι που έμοιαζε με κερδισμένο παιχνίδι. Στο τέλος έχαναν.’’
‘‘Εσύ δεν κάνεις ποτέ λάθος;’’ ρώτησα.
Φύσηξε πολλά στοχαστικά δαχτυλίδια καπνού πριν αποκριθεί.
‘‘Ναι, παραλίγο να εξαπατηθώ, κάποτε. Θα σου διηγηθώ την ιστορία. Ήταν κάποιος Μάρβιν Φισκ. Τον θυμάσαι; Μ’ ένα πρόσωπο σαν του Δάντη και την ψυχή του ποιητή που έψαλλε τους ύμνους του για τη σάρκα, αληθινός ιερέας του Έρωτα. Ήταν επίσης κάποια Έθελ Μπέιρντ, που κι αυτή πρέπει να τη θυμάσαι.’’
‘‘Μια ένθερμη αγία’’ είπα.
‘‘Αυτή είναι! Ιερή σαν τον Έρωτα. και γλυκύτερη! Μια γυναίκα, φτιαγμένη για έρωτα. ωστόσο, πώς να το πω; τη διαπότιζε μια ιερότητα όπως τον αέρα σου εδώ τον διαποτίζει το άρωμα των λουλουδιών. Λοιπόν, παντρεύτηκαν. Έκαναν παιχνίδι με τους θεούς.’’
‘‘Και νίκησαν, με δόξα και τιμή!’’ τον διέκοψα.
Ο Καρκινέζ με κοίταξε με οίκτο κι η φωνή του ακούστηκε σαν καμπάνα σε κηδεία.
‘‘Έχασαν. Έχασαν παταγωδώς. έδρεψαν την υπέρτατη ήττα.’’
‘‘Μα ο κόσμος πιστεύει το αντίθετο’’ τόλμησα με επιφύλαξη.
‘‘Ο κόσμος εικάζει. Ο κόσμος βλέπει μόνο την επιφάνεια των πραγμάτων. Αλλά εγώ ξέρω. Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί έγινε μοναχή, γιατί θάφτηκε σ’ αυτή την καταθλιπτική μονή των ζωντανών νεκρών;’’
‘‘Γιατί τον αγαπούσε πολύ κι όταν εκείνος πέθανε …’’
Οι λέξεις πάγωσαν στα χείλη μου από τη χλεύη του Καρκινέζ.
‘‘Η ίδια απάντηση’’ είπε, ‘‘μηχανοποιημένη σαν ένα κομμάτι ντρίλια. Η κρίση του κόσμου! Και τι ξέρει ο κόσμος; Όπως εσύ κι εκείνη δραπέτευσε από τη ζωή. Εξαντλήθηκε. Ύψωσε τη λευκή σημαία της κόπωσης. Και ποτέ καμιά πολιορκημένη πόλη δε σήκωσε αυτή τη σημαία μέσα σε τόσα δάκρυα και τόση πίκρα.
’’Και τώρα θα σου διηγηθώ όλη την ιστορία και πρέπει να με πιστέψεις, γιατί ξέρω. Αναμετρήθηκαν με το πρόβλημα του χορτασμού. Αγαπούσαν τον Έρωτα. Γνώριζαν στο έπακρο και την παραμικρή αξία του Έρωτα. Τον αγαπούσαν τόσο πολύ ώστε ήταν πρόθυμοι να διατηρήσουν πάντα τη θέρμη και την ανατριχίλα στην καρδιά τους. Καλωσόρισαν τον ερχομό του. φοβήθηκαν να τον δουν ν’ αναχωρεί.
’’Ο Έρωτας ήταν επιθυμία, υποστήριζαν, μια γλυκιά τυραννία. Αναζητούσε την ανακούφισή του αλλά, όταν έβρισκε αυτό που έψαχνε, πέθαινε. Ζωντανός Έρωτας ήταν ο αποστερημένος. Ο εκπληρωμένος Έρωτας ήταν Έρωτας νεκρός. Με παρακολουθείς; Κατανόησαν ότι δεν είναι στη φύση της ζωής να είσαι διαρκώς πεινασμένος ακόμα και γι’ αυτά που έχεις. Να τρως και πάλι να πεινάς. Ο άνθρωπος ποτέ δεν το κατόρθωσε αυτό. Το πρόβλημα του χορτασμού. Αυτό είναι. Να έχεις και να διατηρείς την όρεξη στις κοφτερές παρυφές της στέρησης, στο όριο της οδύνης. Αυτό ήταν το πρόβλημά τους, επειδή αγαπούσαν τον Έρωτα. Συχνά το συζητούσαν, με όλο το γλυκύ πάθος του Έρωτα να ξεχειλίζει από τα μάτια τους. το ερυθρό του αίματός του ν’ απλώνεται στα μάγουλά τους. τη φωνή του να παίζει με τον ήχο της φωνής τους, τη μια να κρύβεται σαν τρέμολο στο λαιμό τους και την άλλη να σκιάζει τον τόνο τους μ’ εκείνη την ανείπωτη τρυφερότητα που μόνο εκείνος μπορεί να εκστομίσει.
’’Πώς τα ξέρω όλ’ αυτά; Είδα πολλά. Και περισσότερα διάβασα στο ημερολόγιό της. Αυτό που θ’ ακούσεις το βρήκα εκεί, είναι της Φιόνα Μακλάουντ:[4] ‘Γιατί, αληθινά, αυτή η πλάνα φωνή, τούτος ο αχνός ψίθυρος, αυτή η δροσόγλυκη αναπνοή, ετούτη η φλόγα που χορεύει με την άρπα, που κανείς δεν έχει δει παρά για μια μικρή στιγμή, σαν τρεμοπαίζει το ουράνιο τόξο της χαράς, ή σαν ξάφνου φλογερό το πάθος αστράψει, αυτό το εξαίσιο μυστήριο που ονομάζουμε Αγάπη, φτάνει, μόνο σε μερικούς εκστατικούς ονειροπόλους, όχι μ’ ένα τραγούδι στα χείλη που όλοι μπορούν ν’ ακούσουν, ούτε μ’ ένα εύθυμο βιολί που παίζει, αλλά σαν να σε κυριεύει η έκσταση, σαν να σ’ αφήνει άλαλο η λαχτάρα.’
’’Πώς να διατηρήσεις τη φλόγα του να χορεύει με την άρπα κι άλαλος να μένεις από τη λαχτάρα του; Αν τον απολαύσεις, θα τον χάσεις. Η αγάπη που είχαν ο ένας για τον άλλο ήταν μια μεγάλη αγάπη. Τους πλημμύριζε αφθονία συναισθημάτων. ωστόσο προτιμούσαν να διατηρούν ζωντανό τον έρωτά τους κρατώντας τον στις κοφτερές παρυφές της στέρησης.
’’Ούτε ήταν μικρά κι ανόητα ξεπεταρούδια που έπαιζαν πλατωνικά στο κατώφλι του Έρωτα. Ήταν υγιείς και συνειδητοποιημένες ψυχές. Είχαν ερωτευτεί στο παρελθόν, με άλλους, πριν συναντηθούν. Και τότε είχαν πνίξει τον Έρωτα μέσα στα χάδια και τον είχαν σκοτώσει μέσα στα φιλιά και τον είχαν θάψει μέσα στο σκάμμα του χορτασμού.
’’Δεν ήταν κρύα φαντάσματα αυτός ο άντρας κι αυτή η γυναίκα. Ήταν ζεστοί άνθρωποι. Δεν κυλούσε σαξονικό φλέγμα στις φλέβες τους. Φλέγονταν. Το αίμα τους ήταν ρόδινο σαν ηλιοβασίλεμα. Δεν περιείχε τίποτα από το ψυχρό, θλιβερό υγρό που έχουν οι Άγγλοι αντί για αίμα. Είχαν τη χαρούμενη γαλλική σάρκα εκ φύσεως. Ήταν ιδεαλιστές, αλλά μ’ έναν γαλλικό ιδεαλισμό. Δεν τους χαρακτήριζε η απάθεια. Ήταν αμερικανοί, προέρχονταν από εγγλέζους, αλλ’ ωστόσο δεν κατέχονταν απ’ αυτή την εγγλέζικη νοοτροπία της αποχής και της αυταπάρνησης.
’’Έτσι ήταν, όπως ακριβώς σου τους περιγράφω, φτιαγμένοι για τη χαρά, μόνο που πραγματοποίησαν μια σκέψη. Η κατάρα της σκέψης! Έπαιξαν με τη λογική και αυτή ήταν η δική τους λογική. Αλλά πρώτα θα σου διηγηθώ μια κουβέντα που είχαμε ένα βράδυ. Αφορούσε στη Μαντλίν ντε Μωπέν την ηρωίδα του Γκωτιέ.[5] Θυμάσαι αυτό το κορίτσι; Φιλήθηκε μια φορά και μόνο μια φορά και δεν ξαναφιλήθηκε πια. Όχι γιατί δε βρήκε γλύκα στα φιλιά, αλλά γιατί φοβήθηκε ότι θα μπούχτιζε με την επανάληψή τους. Ο χορτασμός ξανά! Δοκίμασε να παίξει με τους θεούς χωρίς μάρκες. Αλλά αυτό έρχεται σε αντίθεση μ’ έναν κανόνα του παιχνιδιού που οι ίδιοι οι θεοί έχουν φτιάξει. Μόνο που οι κανόνες δεν κυκλοφορούν πάνω στο τραπέζι. Οι θνητοί παίζουν για να μάθουν τους κανόνες.
’’Λοιπόν, μ’ αυτή τη λογική συζητούσαν ο άντρας και η γυναίκα: Γιατί να φιληθούμε μόνο μια φορά; Κι αν το να φιληθούμε μόνο μια φορά είναι σοφό, δεν είναι σοφότερο να μη φιληθούμε καθόλου; Έτσι θα κρατούσαν τον Έρωτα ζωντανό. Νήστευαν, ώστε να χτυπά για πάντα στις καρδιές τους.
’’Ίσως ήταν η κληρονομιά τους να πραγματοποιήσουν αυτή την ανίερη σκέψη. Η βούληση του είδους μερικές φορές ξεπερνά κάθε φαντασία. Μ’ αυτόν τον τρόπο τους καταράστηκε η Αλβιών, στολίστηκε συνωμοτικά και με ψυχρό υπολογισμό σαν αχαλίνωτο, θρασύ, πανούργο θηλυκό. Τελικά, δεν ξέρω. Αλλά εκείνο που ξέρω είναι ότι η υπέρμετρη επιθυμία τους για τη χαρά τους έκανε ν’ αρνηθούν τη χαρά.
’’Όπως έλεγε εκείνος (το διάβασα πολύ αργότερα σ’ ένα γράμμα του σε κείνη): ‘Να σε κρατώ στην αγκαλιά μου κι ωστόσο να ‘σαι μακριά. Να σε ποθώ και ποτέ να μη σ’ έχω κι έτσι να ‘σαι πάντοτε δική μου.’ Κι εκείνη έγραφε: ‘Για να ‘σαι διαρκώς τόσο δα μακριά μου. Πάντα να σε κατακτώ κι ωστόσο ποτέ να μη σε αποκτώ. Κι έτσι να κρατήσει για πάντα, με την ίδια πάντοτε φρεσκάδα και με την ίδια πρώτη έξαψη επάνω μας.’
’’Δεν είναι αυτά τα λόγια τους. Η γλώσσα μου κατακρεουργεί την ερωτική φιλοσοφία. Και ποιος είμαι εγώ ν’ ανασκαλεύω τα μυστικά τους; Ένας βάτραχος είμαι στις υγρές παρυφές του μεγάλου σκότους και κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια το μυστήριο και το θαύμα των φλογισμένων ψυχών τους.
’’Και είχαν δίκιο, για όσο τα κατάφερναν. Όλα είναι καλά όσο δεν τα κατέχουμε. Ο χορτασμός και η κατοχή είναι άλογα του Θανάτου. πάνε μαζί.
’’‘Κι ο χρόνος μας διδάσκει μόνο να διευρύνουμε
τη θέρμη της έκστασής μας με την αναλαμπή της συνήθειας.’
’’Το πήραν από ένα σονέτο του Άλφρεντ Ώστιν.[6] Έχει τίτλο ‘Η Σοφία του Έρωτα.’ Ήταν το μοναδικό φιλί της Μαντλίν ντε Μωπέν. Πώς συνέχιζε;
’’‘Φιλιόμαστε κι αποχωριζόμαστε. δεν πάμε παραπέρα
Καλύτερος ο θάνατος παρά εμείς ταπεινοί από περήφανοι
Παρά η φθορά ή ο μαρασμός κι η αδυναμία από τη δύναμη.’
’’Μα αυτοί ήταν πιο σοφοί. Δε φιλιόνταν κι αποχωρίζονταν. Δε φιλιόνταν καθόλου. κι έτσι σχεδίαζαν να διατηρήσουν τον Έρωτά τους στο ύψιστο αποκορύφωμα. Παντρεύτηκαν. Ήσουν στην Αγγλία τότε. Και δεν ξανάγινε τέτοιος γάμος. Κράτησαν το μυστικό τους. Δεν ήξερα, τότε. Η θέρμη της έκστασής τους δεν ψύχραινε. Η λαμπρότητα της αγάπης τους μεγάλωνε. Τίποτα τέτοιο δεν υπήρξε ποτέ. Ο καιρός περνούσε, οι μήνες, τα χρόνια και ποτέ ετούτη η φλόγα που χορεύει με την άρπα δεν ήταν πιο απαστράπτουσα.
’’Όλοι τους θαύμαζαν. Ήταν οι αξιοζήλευτοι θεσπέσιοι εραστές. Οι γυναίκες τάχα τη σπλαχνίζονταν γιατί δεν είχε παιδιά. έτσι εκφράζεται η ζήλια από τέτοια πλάσματα.
’’Ούτ’ εγώ ήξερα το μυστικό τους. Τους έβλεπα και τους θαύμαζα. Στην αρχή περίμενα, υποσυνείδητα φαντάζομαι, ότι θα παρέλθει ο έρωτάς τους. Ύστερα αντιλήφθηκα ότι ο Καιρός παρερχόταν και ο Έρωτας παρέμενε. Μ’ έπιασε η περιέργεια. Ποιο να ‘ταν το μυστικό τους; Ποια ήταν τα μαγικά δεσμά του Έρωτά τους; Πώς κρατούσαν δικό τους το άχαρο ξωτικό; Με ποιο ελιξίριο αιώνιας αγάπης είχαν μεθύσει σαν τον Τριστάνο και την Ιζόλδη του παλιού καιρού; Και ποιο χέρι είχε παρασκευάσει το ερωτικό τους νέκταρ;
’’Όπως σου έλεγα, ήμουν περίεργος και τους παρατηρούσα. Ήταν τρελά ερωτευμένοι. Ζούσαν το ατέλειωτο πανηγύρι του Έρωτα. Το γιόρταζαν. Τους διαπότιζε η τέχνη και η ποίηση του Έρωτα. Όχι, δεν ήταν νευρωτικοί. Ήταν σώφρονες και υγιείς και ήταν καλλιτέχνες. Και είχαν κατορθώσει το ακατόρθωτο. Είχαν πετύχει την απέθαντη επιθυμία.
’’Όσο για μένα, έβλεπα το θαύμα του παντοτινού Έρωτά τους. Με μπέρδευε και μ’ έκανε ν’ απορώ. Και, τότε, μια μέρα…’’
Ο Καρκινέζ σταμάτησε ξαφνικά. ‘‘Έτυχε να διαβάσεις το ‘Όταν η Αγάπη Περιμένει’;’’ ρώτησε.
Έγνεψα.
‘‘Ο Πέιτζ το έγραψε, ο Κέρτις Χίντεν Πέιτζ,[7] αν θυμάμαι σωστά. Ήταν λοιπόν κάποιοι στίχοι του που μου έδωσαν την ιδέα. Μια μέρα, στον καναπέ στο παράθυρο κοντά στο μεγάλο πιάνο – τη θυμάσαι πώς έπαιζε; Γελούσε και αμφέβαλλε, νομίζω, αν πήγαινα να τους δω ή για ν’ ακούσω μουσική. Μ’ έλεγε ‘μουσικοπότη’ και ‘ηχομέθυσο’. Κι εκείνος, τι φωνή! Όταν τραγουδούσε πίστευα στην αθανασία, η εκτίμησή μου για τους θεούς μεγάλωνε και μηχανευόμουν τρόπους και μέσα με τα οποία θα τους νικούσα αυτούς και τα κόλπα τους.
’’Ήταν να τους χαίρεται ο Θεός, αυτός ο άντρας κι αυτή η γυναίκα, χρόνια παντρεμένοι να τραγουδούν ερωτικά τραγούδια με μια παρθενική φρεσκάδα λες κι ήταν ο ίδιος ο Έρωτας νεογέννητος και, ταυτόχρονα, με μια ωριμότητα κι έναν πλούτο συναισθημάτων που οι νεαροί εραστές δεν κατέχουν. Οι νεαροί εραστές ήταν ωχροί κι ασθενικοί πλάι σ’ αυτό το από χρόνια παντρεμένο ζευγάρι. Τους έβλεπες, γεμάτους φλόγα και πάθος και τρυφερότητα. να ριγούν από μακριά και ν’ αλλάζουν άφθονα τα χάδια με τα μάτια και με τη φωνή, με κάθε πράξη, με κάθε σιωπή. Η αγάπη τους οδηγούσε τον ένα στον άλλο κι εκείνοι στέκονταν φτερουγίζοντας σαν πεταλουδίτσες ο ένας μπρος στου άλλου το φως και στροβιλίζονταν ο ένας γύρω από του άλλου τη φλόγα σε ξέφρενες περιστροφές και φτεροκοπούσαν σε μια απίστευτη τροχιά! Θα ‘λεγες, υπακούοντας σε κάποιο φυσικό νόμο, ισχυρότερο από τη βαρύτητα και πιο εκλεπτυσμένο, ότι θα ‘λιωναν ο ένας μέσα στον άλλο εκεί μπροστά στα μάτια σου. Δεν είναι ν’ απορείς που τους αποκαλούσαν θεσπέσιους εραστές.
’’Παρεκτράπηκα. Λοιπόν, στην ιστορία μας. Μια μέρα στον καναπέ στο παράθυρο βρήκα ένα βιβλίο ποίησης. Άνοιξε μόνο του, προδίδοντας που άνοιγε συνήθως, στο ‘Όταν η Αγάπη Περιμένει’. Στη σελίδα, που ήταν φανερά τα σημάδια από τη συχνή χρήση, διάβασα:
’’‘Πόσο είναι γλυκό μαζί να είμαστε και όμως χώρια
Να γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο καλλίτερα, αλλά
Την τρυφερή, υπέροχη αίσθηση από τ’ άγγιγμά μας …
Ω, αγάπη μου, όχι ακόμα! … Γλυκύ ας κρατήσουμε τον έρωτά μας
Περιτυλιγμένον στο ευλογημένο μυστήριο για λίγο,
Το μυστικό ας περιμένουμε των χρόνων που έρχονται,
Έρχονται μα όχι, όχι ακόμα … αργότερα … όχι ακόμα …
Ω, ας αφήσουμε την αγάπη να βλασταίνει!
Γιατί σαν ανθοφορήσει ίσως να πεθάνει.
Ας τη θρέψουμε με νοητά φιλιά να κοιμηθεί
Πλαγιασμένη στην απάρνηση για λίγο ας μένει …
Ω, για λίγο ακόμη, για λίγο ακόμη.’
’’Έκλεισα το βιβλίο και κάθισα εκεί σιωπηλός κι ακίνητος για πολλή ώρα. Είχα σαστίσει από την καθαρότητα της εικόνας όπως μου την αποκάλυψε το ποίημα. Ήταν επιφοίτηση. Ήταν σαν αστροπελέκι του Θεού στον Άδη. Αποκοίμιζαν τον Έρωτα, το αλλοπρόσαλλο ξωτικό, τον πρόδρομο της νέας ζωής, της νέας ζωής που επιβάλλεται να γεννηθεί!
’’Επανέλαβα τους στίχους με το νου μου: ‘Όχι ακόμα, αργότερα. ω, αγάπη μου, όχι ακόμα. ας τη θρέψουμε με νοητά φιλιά να κοιμηθεί.’ Και γέλασα δυνατά, χα! χα! Είδα καθαρά τις αθώες ψυχές τους. Ήταν παιδιά. Δεν καταλάβαιναν. Έπαιζαν με το πυρ της Φύσης και πλάγιαζαν με γυμνά σπαθιά. Γελούσαν με τους θεούς. Αναχαίτιζαν την κοσμική αλκή. Εφηύραν ένα σύστημα και το ‘φεραν στο τσόχινο τραπέζι της ζωής και νόμισαν ότι θα κερδίσουν. ‘Πρόσεχε!’ αναφώνησα. ‘Οι θεοί είναι πίσω απ’ το τραπέζι. Φτιάχνουν καινούργιους κανόνες για κάθε σύστημα που επινοείται. Κανείς δε μπορεί να κερδίσει.’
’’Δεν έκρουσα τον κώδωνα του κινδύνου. Περίμενα. Θα καταλάβαιναν ότι το σύστημά τους δεν άξιζε και θα τα παρατούσαν. Θα ευχαριστούσαν τους θεούς για την ευτυχία που τους πρόσφεραν και θα ‘παυαν να πασχίζουν να δρέψουν περισσότερη.
’’Τους παρατηρούσα. Δεν έλεγα τίποτα. Οι μήνες συνέχιζαν να πηγαίνουν και να έρχονται κι οι παρυφές της στέρησης του έρωτά τους γίνονταν πιο κοφτερές. Δεν επέτρεψαν να τις αμβλύνει ούτ’ ένα ερωτικό αγκάλιασμα. Τις τρόχιζαν και τις ακόνιζαν με αυταπάρνηση και τις έκαναν όλο και πιο κοφτερές. Αυτό συνεχιζόταν κι εγώ άρχισα ν’ αναρωτιέμαι: κοιμούνταν οι θεοί; Απορούσα: πέθαναν; Γελούσα μόνος μου. Ο άντρας κι η γυναίκα είχαν κάνει το θαύμα. Είχαν ξεπεράσει το Θεό. Είχαν ντροπιάσει τη σάρκα κι είχαν κηλιδώσει το πρόσωπο της καλής Μητέρας Γης. Είχαν παίξει με τη φωτιά και δεν είχαν καεί. Ήταν απρόσβλητοι. Ήταν οι ίδιοι θεοί. ξεχώρισαν το καλό από το κακό και δε δοκίμασαν. ‘Έτσι θα γίνουμε θεοί;’ αναρωτήθηκα. ‘Είμαι ένας βάτραχος,’ είπα. ‘Και τα μάτια μου είναι τυφλά εμπρός σε τούτο το θαύμα που θωρούν. Κομπάζω για τη σοφία μου και κρίνω τους θεούς.’
’’Κι όμως, παρά την ύστερη σοφία μου, είχα πάλι άδικο. Αυτοί δεν ήταν θεοί. Ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα: τρυφερός πηλός, που στέναζαν και ριγούσαν πλήρεις επιθυμίας, που δονούνταν μ’ αυτή την παράδοξη αδυναμία που δε γνωρίζουν οι θεοί.’’
Ο Καρκινέζ διέκοψε την αφήγησή του για να τυλίξει άλλο ένα τσιγάρο και να γελάσει άγρια. Αλλά δεν ήταν γέλιο αυτό, ήταν μάλλον ο χλευασμός του διαβόλου. κι υψώθηκε και διέρρηξε την ωρυγή της καταιγίδας κι επέστρεψε στ’ αυτιά μας πνιγμένος στο χαλασμό του έξω κόσμου.
‘‘Είμ’ ένας βάτραχος,’’ είπε απολογητικά. ‘‘Πώς να το καταλάβουν; Ήταν καλλιτέχνες, δεν ήταν βιολόγοι. Γνώριζαν τον πηλό της κεραμικής τέχνης, αλλά δε γνώριζαν τον πηλό από τον οποίο ήταν φτιαγμένοι. Αλλά, πρέπει να παραδεχτώ, έπαιξαν με τα δύσκολα. Δεν ξανάγινε τέτοιο παιχνίδι και πολύ αμφιβάλλω αν ξαναγίνει ποτέ.
’’Ουδέποτε εραστές γνώρισαν την έκσταση όπως εκείνοι. Δε σκότωναν τον Έρωτά τους με φιλιά. Τον δυνάμωναν με την άρνηση. Και με την άρνηση τον οδηγούσαν ως εκεί που ξεχείλιζε η επιθυμία. Και η φλόγα που χορεύει με την άρπα ανάδευε τον αέρα ανάμεσά τους μέχρι λιγοθυμιάς. Παραληρούσαν από Έρωτα κι αυτό αμείωτα συνεχιζόταν και μεγεθυνόταν μάλιστα με τις βδομάδες και τους μήνες που περνούσαν.
’’Λαχταρούσαν και ποθούσαν και ζούσαν όλες τις γλυκές αγωνίες και τους τρυφερούς πόνους με τέτοια ένταση που ουδέποτε πριν ένιωσαν εραστές μα ούτε και μετά.
’’Ως που κάποια μέρα οι νωθροί θεοί έπαψαν να κατανεύουν. Σηκώθηκαν και κοίταξαν τον άντρα και τη γυναίκα που τους αψηφούσαν. Εκείνο το πρωί ο άντρας κι η γυναίκα κοίταξαν ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου κι ήξεραν ότι κάτι είχε συμβεί. Είχε να κάνει με τη φλόγα που χόρευε. Είχε φύγει, ήσυχα, μέσα στη νύχτα, από το ασκητήριό τους.
’’Κοίταξαν ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου και είδαν ότι δεν υπήρχε τίποτα. Η επιθυμία ήταν νεκρή. Καταλαβαίνεις; Η επιθυμία νεκρή. Και δεν είχαν φιληθεί. Ούτε μια φορά. Ο Έρωτας είχε πεθάνει. Δε θα ποθούσαν ούτε θα φλέγονταν πάλι. Δεν τους είχε μείνει τίποτα. ούτε ανατριχίλες και φτερουγίσματα και γλυκές αγωνίες, ούτε τρεμουλιάσματα και παλμοί και στεναγμοί και τραγούδια. Η επιθυμία ήταν νεκρή. Είχε πεθάνει μες στη νύχτα, πάνω στον κρύο καναπέ που ‘χε μείνει αφύλαχτη. ούτε που την είδαν να ξεψυχά. Το έμαθαν για πρώτη φορά ο ένας από τα μάτια του άλλου.
’’Οι θεοί δεν είναι ευγενικοί, συχνά όμως είναι σπλαχνικοί. Έστριψαν το σεντεφένιο μπαλάκι και σάρωσαν από το τραπέζι τα στοιχήματα. Ό,τι έμεινε ήταν ο άντρας κι η γυναίκα ν’ ατενίζουν ο ένας μέσα στα κρύα μάτια του άλλου. Και τότε πέθανε. Αυτό ήταν ευσπλαχνία. Μέσα σε μια βδομάδα ο Μάρβιν Φισκ πέθανε. Θυμάσαι το ατύχημα. Και στο ημερολόγιό της, έγραφε τότε, όπως διάβασα πολύ αργότερα στην ανθολογία του Μισέλ Κέννερλυ:[8]
’’‘Δεν πέρασε μια ώρα που να μην μπορούσαμε να ‘χουμε φιληθεί και δε φιληθήκαμε.’’’
‘‘Τι ειρωνία!’’ φώναξα.
Ο Καρκινέζ, ένας αληθινός Μεφιστοφελής μες στο βελούδινο σακάκι μπρος στο φως της φωτιάς, με κάρφωσε με τα μαύρα του μάτια.
‘‘Κι εσύ λες ότι νίκησαν. Η γνώμη του κόσμου! Σου το είπα και το ξέρω καλά. Νίκησαν όσο κι εσύ, εδώ πάνω στους λόφους σου.’’
‘‘Κι εσύ’’ αντέστρεψα με ζέση, ‘‘εσύ με τα όργιά σου από ήχους κι αισθήσεις, με τις τρελές σου πόλεις και τα ακόμα πιο τρελά γλεντοκοπήματα, εσύ νομίζεις ότι νικάς;’’
Κούνησε ράθυμα το κεφάλι του. ‘‘Επειδή εσύ, με το βουκολικό σου καθεστώς εγκράτειας, χάνεις, δε σημαίνει ότι εγώ νικώ. Δε νικάμε ποτέ. Μόνο, κάπου - κάπου νομίζουμε ότι νικήσαμε. Αυτή είναι μια μικρή αβροφροσύνη από μέρους των θεών.’’

  1. Το διήγημα αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό The Smart Set, Ιανουάριος 1907.
  2. Από το ποίημα Félise του βικτοριανού ποιητή Algernon Charles Swinburne (1837-1909).
  3. Πρόκειται για τον στενό του φίλο, ποιητή George Sterling (1869-1926), που συνήθιζε να προσφωνεί ‘Έλληνα’.
  4. Fiona Macleod, ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο σκωτσέζος συγγραφέας William Sharp (1855-1905).
  5. Theophile Gautier (1811-1872), βασκικής καταγωγής γάλλος ποιητής, πεζογράφος και θεωρητικός. Το μυθιστόρημά του Mademoiselle de Maupin εκδόθηκε το 1835.
  6. Alfred Austin (1835-1913), άγγλος poet laureate.
  7. Curtis Hidden Page (1870-1946), αμερικανός συγγραφέας, μεταφραστής και καθηγητής αγγλικής και γαλλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
  8. Mitchell Kennerly (1878-1950), αμερικανός εκδότης, δραστήριος προστάτης των τεχνών και βιβλιόφιλος. Διατέλεσε πρόεδρος των Anderson Galleries της Νέας Υόρκης.

http://london.sonoma.edu/

http://london.sonoma.edu/Writings/GodLaughs/godlaughs.html

2 comments: