Thursday

To Every Thing There is a Season, by Alistair MacLeod

Κάθε Πράγμα Έχει την Ώρα του

Θα σας μιλήσω εδώ για τον καιρό που ήμουν έντεκα χρονών και ζούσα με την οικογένειά μου στο μικρό μας αγρόκτημα στη δυτική ακτή του Κέιπ Μπρέτον. Η οικογένειά μου ήταν εκεί για πολύ, πολύ καιρό κι εγώ επίσης. Είναι εκείνος ο καιρός που μοιάζει με το παροιμιώδες άλλοτε. Χριστούγεννα του 1977 τώρα και, καθώς μιλώ, δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο μιλώ με τη φωνή μου εκείνου του καιρού ή με τη φωνή του ανθρώπου που έχω γίνει από τότε. Ούτε είμαι σίγουρος για τις ελευθερίες που παίρνω καθώς περιγράφω το αγόρι που νομίζω ότι ήμουν. Γιατί τα Χριστούγεννα είναι καιρός και για τα δυο, για το παρελθόν και το παρόν, τα οποία συχνά δεν ταιριάζει να συνδυάζονται. Μα καθώς πορευόμαστε μέσα στο τώρα κοιτάζουμε πίσω κάθε τόσο.

Μας φαινόταν ότι θα περιμέναμε για πάντα. Πράγματι, η αναστάτωση είχε αρχίσει απ’ το Χαλογουήν, όταν έπεσε το πρώτο χιόνι και μας βρήκε να βαδίζουμε τυλιγμένοι στις μεταμφιέσεις μας σε σκοτεινούς επαρχιακούς δρόμους. Οι μεγάλες νιφάδες ήταν μαλακές κι αναζωογονητικές τότε και θα ‘λεγες γενναιόδωρες, κι η γη όπου έπεφταν ήταν ακόμα ζεστή κι από καιρό ξεπαγωμένη. Έπεφταν ήσυχα μέσα στις λιμνούλες και στη θάλασσα όπου εξαφανίζονταν τη στιγμή ακριβώς που ακουμπούσαν. Εξαφανίζονταν, επίσης, μόλις άγγιζαν τους αναψοκοκκινισμένους σβέρκους και τα χέρια μας ή τα πρόσωπα εκείνων που δε φορούσαν μάσκες. Κουκουλωμένοι τις μαξιλαροθήκες μας, πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι, χτυπούσαμε τις πόρτες για να γίνουμε σιλουέτες στο φως που έβγαινε απ’ τις κουζίνες (λευκές μαξιλαροθήκες πάνω από λευκά ρούχα). Το χιόνι έπεφτε ανάμεσα σ’ εμάς και τις πόρτες και μεταμορφωνόταν σε χρυσόφεγγες αχτίδες. Καθώς γυρίζαμε να φύγουμε, έπεφτε πάνω στα χνάρια μας και, όσο κυλούσε η νύχτα, τα ‘σβηνε μαζί με όλα τα σημάδια των κινήσεών μας. Το πρωί όλα ήταν μαλακά και ήσυχα κι ο Νοέμβρης είχε φτάσει.
Ο αδελφός μου Κέννεθ είναι δυόμισι χρονών και σίγουρα δε θυμάται τα τελευταία του Χριστούγεννα. Είναι το Χαλογουήν που προβάλει στη μνήμη του ως το εξαιρετικό γεγονός για να μείνεις ξύπνιος ως αργά στη μαγική νύχτα που ρίχνει χιόνι. ‘‘Ποιος θα ντυθεί Χριστούγεννα;’’ ρωτάει. Εγώ θα ντυθώ χιονάνθρωπος.’’ Όλοι γελάμε και του λέμε ότι δε χρειάζεται να μεταμφιεστεί κι ότι αρκεί να είναι καλό παιδί για τον βρει ο Άγιος Βασίλης. Καταπιανόμαστε με τα καθημερινά και περιμένουμε.
Κι εγώ είμαι κάπως προβληματισμένος με τον Άγιο Βασίλη αν και προσπαθώ να προσκολληθώ σ’ αυτόν με κάθε τρόπο. Βέβαια, έχω πια μεγαλώσει και δεν πιστεύω ότι υπάρχει στ’ αλήθεια, ελπίζω όμως με όλη μου τη δύναμη να υπάρχει. με τον ίδιο τρόπο, νομίζω, που ο ναυαγός κουνά απεγνωσμένα το χέρι του στα φώτα του περαστικού πλοίου μες στο βαθύ σκοτάδι του πελάγους. Γιατί, χωρίς τον Άγιο Βασίλη, ή χωρίς το πλοίο, η εύθραυστη ζωή μας θα κυλούσε ακόμα πιο απελπισμένη.
Η μητέρα μου ήταν αρκετά υπομονετική με την προσπάθειά μου να το παρατείνω. Μάλλον επειδή το είχε κι άλλοτε αντιμετωπίσει. Κάποτε την είχα ακούσει να μιλά για την αδελφή μου Ανν σε μια απ’ τις γειτόνισσες. ‘‘Νομίζω ότι η Ανν θα πιστεύει στον Άγιο Βασίλη για πάντα’’ έλεγε. ‘‘Μάλλον πρέπει να της εξηγήσω.’’ Κατά κάποιον τρόπο ευχόμουν να μην την είχα ακούσει να λέει κάτι τέτοιο καθώς γυρεύω καταφύγιο κι ενίσχυση έστω και στην άγνοια που ξέρω ότι δε θα τολμούσα να εμπιστευτώ.
Ο Κέννεθ όμως πιστεύει μ’ εκείνη την καθάρια παιδική θέρμη, το ίδιο κι ο Μπρους κι ο Μπάρυ, οι εξάχρονοι δίδυμοι. Πριν από μένα είναι η Ανν δεκατριών χρονών κι η Μαίρη δεκαπέντε, που κι οι δυο αφήνουν πολύ γρήγορα πίσω τους την παιδική ηλικία. Η μητέρα μας έχει πει ότι ήταν ήδη παντρεμένη στα δεκαεπτά της, δηλαδή μόλις δυο χρόνια μεγαλύτερη απ’ τη Μαίρη. Αυτό, επίσης, μου φαίνεται παράξενο όταν το συλλογίζομαι, αλλά ίσως η παιδική ηλικία να είναι μικρότερη για κάποιους απ’ ό,τι για άλλους. Το σκέφτομαι καμιά φορά τα βράδια όταν, αφού έχουμε τελειώσει τις δουλειές μας και τα πιάτα του δείπνου έχουν πλυθεί και σκουπιστεί κι όλα είναι στη θέση τους, καθόμαστε για τη μελέτη μας. Ρίχνω μια πλάγια ματιά στη μητέρα μου, που πάντα έχει κάτι να ράψει ή να μαντάρει, και στον πατέρα μου, που συνήθως κάθεται πλάι στη σόμπα και βήχει ήσυχα κρατώντας το μαντήλι του στο στόμα. Δεν είναι καλά, περισσότερο από δυο χρόνια τώρα και δυσκολεύεται ν’ αναπνεύσει όταν προχωρά έστω και λίγο γρηγορότερα από το πιο αργό περπάτημα. Είναι εκείνος που καταλαβαίνει καλύτερα απ’ όλους τη λαχτάρα μου να συνεχίσω να πιστεύω και λέει ότι οφείλουμε να αφοσιωνόμαστε στα καλά πράγματα στη ζωή μας για όσο περισσότερο μπορούμε. Καθώς τον κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, σκέφτομαι ότι δεν θα μπορεί για πολύ ακόμα. Είναι σαράντα δύο χρονών κι έχει γεράσει.
Αλλά τα Χριστούγεννα, παρ’ όλες τις αβεβαιότητες που προβάλλουν σε διαφορετικές ηλικίες, είναι μια ωραία και λαμπρή γιορτή. Και τώρα που περνάμε τα μέσα του Δεκέμβρη οι προσδοκίες μας κορυφώνονται ενώ η παγωνιά που καλύπτει τα πάντα γύρω μας μεγαλώνει. Ο ωκεανός είναι ακύμαντος και ήρεμος και κατά μήκος της ακτής, οι τεχνητοί ορμίσκοι είναι γεμάτοι λασπόχιονο. Το ρυάκι που κυλά κοντά στο σπίτι μας έχει σχεδόν εντελώς παγώσει και μόνο ένα μικρό αυλάκι βιαστικό νερό βλέπουμε να τρέχει στο κέντρο. Όταν βγάζουμε τα βόδια να ξεδιψάσουν, ανοίγουμε τρύπες με το τσεκούρι στην άκρη του ρυακιού ώστε να μπορέσουν να πιουν δίχως να κινδυνέψουν στον πάγο.
Τα πρόβατα μπαινοβγαίνοντας στο πρόχειρο καταφύγιό τους, χτυπούν ανήσυχα τα πόδια τους ή συνωστίζονται πολλά μαζί σε παρα-στριμωγμένες παρέες. Το έριο συνωμοτεί κατά του ψύχους. Οι κότες κουρνιάζουν ψηλά στο κοτέτσι με τα φτερά τους φουσκωμένα γύρω τους, νιώθοντας ότι δεν αξίζει τον κόπο να κατέβουν στο πάτωμα για να τσιμπολογήσουν λίγους σπόρους. Το γουρούνι, που λίγος καιρός απομένει ως τη σφαγή του, σκληρίζει από δυσαρέσκεια για το κρύο και με το ρύγχος του πετά την ξύλινη ταΐστρα του ψηλά στον παγωμένο αέρα. Το όμορφο νεαρό άλογο ξύνει με το πόδι το μαδέρι στο στάβλο του και ροκανίζει τον ξύλινο φράχτη στο παχνί του.
Έχουμε τοποθετήσει ένα προστατευτικό φράγμα από κλαδιά ερυθροέλατου έξω απ’ την πόρτα της κουζίνας και γύρω από το σπίτι με διάφορα κλαδιά και στρώσεις φύκια. Ωστόσο, το νερό που αφήνουμε στον κουβά της βεράντας έχει παγώσει ως το πρωί και πρέπει να το σπάσουμε με το σφυρί. Τα ρούχα που απλώνει η μητέρα στο σχοινί παγώνουν σχεδόν αμέσως κι ανεμίζουν και τρίζουν κρεμασμένα απ’ τα μανταλάκια τους σαν κομμάτια αποσυναρμολογημένα ρομπότ: τριζοβολούν τα παντελόνια με άκαμπτα πόδια και τα πουκάμισα και τα πουλόβερ με ανοιχτά τ’ αλύγιστα μανίκια τους. Το πρωί κατεβαίνουμε τρέχοντας από τα παγωμένα υπνοδωμάτια ν’ αποτελειώσουμε το ντύσιμο μας κοντά στη σόμπα της κουζίνας.
Αν εξαπλώναμε την παγωνιά μας μισή ήπειρο μακριά ως τις Μεγάλες Λίμνες του Οντάριο, μπορεί να συντομεύαμε τον Χριστουγεννιάτικο ερχομό του μεγαλύτερου αδελφού μας Νηλ. Είναι δεκαεννιά χρονών κι εργάζεται στα πλοία της λίμνης, τα μακριά κι επίπεδα μεταφορικά μέσα δημητριακών και μεταλλευμάτων σιδήρου που διακόπτουν οποιαδήποτε μέρα μετά τις 10 του Δεκέμβρη, ανάλογα με τις συνθήκες του πάγου. Ευχόμαστε να κάνει κρύο, παγωνιά στις Μεγάλες Λίμνες του Οντάριο και να ‘ρθει στο σπίτι όσο γίνεται πιο γρήγορα. Στο μεταξύ οι κούτες του έχουν φτάσει. Έρχονται από διαφορετικά μέρη: Κόμπουργκ, Τορόντο, Σαιντ Κάθρινς, Γουέλαντ, Γουίντσορ, Σάρνια, Σωλτ Σαιντ Μαρύ. Μέρη στα οποία εμείς, με εξαίρεση τον πατέρα μου, δεν έχουμε πάει. Τα εντοπίζουμε μ’ ενθουσιασμό στο χάρτη, ακολουθώντας τη διαδρομή με τ’ ανυπόμονα δάχτυλά μας. Οι κούτες φέρουν την επιγραφή των Καναδικών Ατμοπλοϊκών Γραμμών και το σκοινί τους είναι δεμένο σ’ έναν περίπλοκο ναυτικό κόμπο. Η μητέρα λέει ότι περιέχουν τα ‘ρούχα’ του και δεν μας επιτρέπει να τ’ ανοίξουμε.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε την ώρα ή τον τρόπο του ερχομού του. Αν η λίμνη παγώσει νωρίς, θα ‘ρθει με το τραίνο που είναι φθηνότερο. Αν η λίμνη μείνει ανοιχτή ως τις 20 Δεκεμβρίου, θα πάρει το αεροπλάνο γιατί ο χρόνος θα του είναι πιο πολύτιμος από τα χρήματα. Θα κάνει με ωτοστόπ τα τελευταία εξήντα ή εκατό μίλια απ’ το σταθμό ή το αεροδρόμιο. Από την πλευρά μας δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα παρά να ακούμε με τεντωμένα αυτιά στο ραδιόφωνο τα νέα για τον καιρό και τον πάγο από ‘κεί μακριά. Ο ερχομός του εξαρτάται από τόσο πολλούς παράγοντες εκεί έξω τόσο μακριά από μας πάνω στους οποίους δεν έχουμε κανέναν έλεγχο.
Οι μέρες περνούν σε μια πυρετώδη βραδύτητα ως που τελικά στις 23 Δεκέμβρη το πρωί ένα παράξενο αυτοκίνητο στρίβει στην αυλή μας. Η μητέρα ακουμπά το χέρι στα χείλη της και ψιθυρίζει ‘‘Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου.’’ Ο πατέρας σηκώνεται με δυσκολία από την καρέκλα του να κοιτάξει απ’ το παράθυρο. Ο πολυαγαπημένος τους γιος και ο σπουδαίος μεγάλος αδελφός μας επιτέλους είναι ‘δω. Είναι ‘δώ με τα κόκκινα μαλλιά του και τα γένια κι ακούμε το εγκάρδιο γέλιο του. Είναι η χαρά κι η δύναμη κι η σιγουριά για όλους μας.
Είναι άλλοι τρεις νέοι μαζί του που του μοιάζουν πολύ. Είναι κι αυτοί από τα πλοία και πηγαίνουν για τα σπίτια τους στη Νέα Γη. Έχουν να οδηγήσουν ακόμα εκατό μίλια ως να φτάσουν στο φεριμπότ του Βόρειου Σίντνευ. Το αυτοκίνητο είναι πολύ παλιό. Το αγόρασαν στο Θόρολντ για διακόσια δολάρια γιατί ήταν πολύ αργά για να βρουν εισιτήρια κι οδήγησαν ως εδώ χωρίς στάση αφότου ξεκίνησαν. Βόρεια, στο Νέο Μπράνσγουικ, χάλασαν οι υαλοκαθαριστήρες τους, μα αντί να σταματήσουν έδεσαν μακρύ σπάγκο στις άκρες τους και τον πέρασαν μέσα από τα μπροστινά παράθυρα. Από εκείνη την ώρα, όποτε συναντούσαν χιονόπτωση, ένας απ’ αυτούς τραβούσε τo σπάγκο πίσω – μπρος ώστε να λειτουργούν οι υαλοκαθαριστήρες. Τα νέα βγαίνουν με κούραση μα κι ενθουσιασμό απ’ τα χείλη τους κι εμείς τους ακούμε αχόρταγα. Ο πατέρας τους σερβίρει ρούμι ενώ η μητέρα βγάζει τις τάρτες και τα κέικ φρούτων που έχει προσεχτικά φυλαγμένα. Ακουμπάμε στα έπιπλα ή στις πόρτες και τους κοιτάζουμε. Θέλουμε ν’ αγκαλιάσουμε τον αδελφό μας μα ντρεπόμαστε μπροστά στους ξένους. Στη ζεστασιά της κουζίνας οι νέοι γέρνουν το κεφάλι κι ελαφροκοιμούνται, ως που ξάφνου το κεφάλι τους πέφτει πάνω στο στήθος. Σκουντούν ο ένας τον άλλο στο πόδι σε μια προσπάθεια να κρατηθούν ξυπνητοί. Δε θα μείνουν να ξεκουραστούν παρότι έχουν κάνει μακρύ δρόμο, γιατί αύριο είναι Παραμονή Χριστουγέννων κι εκτάσεις από στεριά και θάλασσα είναι ακόμα ανάμεσα σ’ αυτούς και τους αγαπημένους τους. Μόλις φύγουν ορμάμε στον αδελφό μας μ’ αγκαλιές κι ερωτήσεις. Γελά και φωνάζει και μας σηκώνει ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι του και μας κουνά πέρα δώθε με τα δυνατά του μπράτσα. Παρόλη τη χαρά του, φαίνεται να τον ξαφνιάζει η όψη του πατέρα. έχει να τον δει απ’ το Μάρτιο. Ο πατέρας απλώς του χαμογελά, ενώ η μητέρα δαγκώνει τα χείλη της.
Τώρα που εκείνος είναι ‘δω είναι τόσα πολλά πράγματα που πρέπει να γίνουν. Έχουμε αφήσει όλα όσα μπορούσαμε για την ώρα που θα ήταν μαζί μας. Ανυπομονώ να του δείξω το έλατο στο λόφο που από μήνες έχω βάλει στο μάτι και θαυμάζω πόσο εύκολα το ρίχνει κάτω και το μεταφέρει στο σπίτι. Πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο ποιος θα βάλει τα περισσότερα στολίδια.
Υπόσχεται ότι την Παραμονή των Χριστουγέννων θα μας πάει στην εκκλησία με το έλκηθρο που θα σέρνει το όμορφο άλογό μας που μέχρι τον ερχομό του δεν έχουμε τολμήσει να το χαλινώσουμε. Και νωρίτερα το απόγευμα της παραμονής πεταλώνει το άλογο, σηκώνοντας ξεχωριστά κάθε μια οπλή και λειαίνοντάς τη σωστά και σφυρηλατεί το κόκκινο σαν κεράσι πέταλο να πάρει το σωστό σχήμα στο αμόνι. Αργότερα, τα ρίχνει μέσα σ’ έναν κάδο με νερό που βράζει και σφυρίζουν. Ο πατέρας κάθεται πλάι του σ’ έναν αναποδογυρισμένο κουβά και του λέει τι να κάνει. Κάθε τόσο εμείς διαφωνούμε με τον πατέρα μας, μα ο αδελφός μας κάνει ακριβώς όπως του λέει.
Εκείνο το βράδυ, τυλιγμένοι φαρδιά πανωφόρια, στριμωχνόμαστε μες στο άχυρο και, με ζεσταμένες πέτρες στα πόδια μας, ξεκινάμε για το ταξίδι μας. Οι γονείς μας κι ο Κέννεθ μένουν σπίτι, αλλά όλοι οι υπόλοιποι πηγαίνουμε στην εκκλησία. Πριν φύγουμε ταΐζουμε τα βόδια και τα πρόβατα ακόμα και το γουρούνι όσο περισσότερο μπορούν να φάνε, ώστε να είναι ευχαριστημένα την Παραμονή των Χριστουγέννων. Οι γονείς μας χαιρετούν από την πόρτα. Για τέσσερα μίλια διασχίζουμε το δρόμο στο βουνό. Είναι ένα πρόχειρο μονοπάτι των υλοτόμων και δε θα συναντήσουμε ούτε αυτοκίνητα ούτε κανένα άλλο όχημα. Στην αρχή το άλογο είναι άτακτο από ενθουσιασμό και έλλειψη άσκησης κι ο αδελφός μου πρέπει να στέκει στο μπροστινό μέρος του έλκηθρου και να γέρνει πάνω από τα γκέμια. Σιγά – σιγά καταφέρνει ένα τροχάδην και σε λίγο ένα βάδην καθώς το βουνό ανηφορίζει εμπρός του. Τραγουδάμε όλα τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια που ξέρουμε κι έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά μήπως συναπαντήσουμε κουνέλια ή αλεπούδες να διασχίζουν αθόρυβα τη χιονισμένη γη και τ’ αυτιά μας ν’ ακούσουμε φτεροκόπημα από πέρδικες. Δεν κρυώνουμε καθόλου.
Κατεβαίνουμε στην επαρχιακή εκκλησία και δένουμε το άλογο σ’ ένα σύδεντρο, όπου θα ‘χει απάγκιο και δε θα τρομάξει απ’ τ’ αυτοκίνητα. Του δίνουμε βρώμη και ρίχνουμε πάνω του μια κουβέρτα. Στην είσοδο της εκκλησίας, οι γείτονες δίνουν το χέρι τους στον αδελφό μου. ‘‘Γεια σου Νηλ’’ λένε. ‘‘Πώς είναι ο πατέρας σου;’’
‘‘Αχ’’ λέει εκείνος, απλώς ‘‘αχ’’
Η εκκλησία είναι πολύ όμορφη τη νύχτα, με κλαδιά στολισμένα με γιρλάντες και κεριά να φεγγοβολούν και τους ζωηρούς, χαρούμενους ήχους που έρχονται απ’ τον εξώστη της χορωδίας. Παρακολουθούμε τη λειτουργία σαν υπνωτισμένοι.
Στο δρόμο του γυρισμού, αν και οι πέτρες έχουν κρυώσει, είμαστε ζεστοί κι ευτυχείς. Ακούμε τη δερμάτινη ιπποσκευή να τρίζει και τις δοκούς του έλκηθρου να σφυρίζουν κι αρχίζουμε να σκεφτόμαστε τα δώρα που θα πάρουμε. Περίπου ένα μίλι πριν φτάσουμε σπίτι, το άλογο αντιλαμβάνεται τον προορισμό του και ξεχύνεται μπρος με τροχασμό κι έπειτα με σίγουρο καλπασμό. Ο αδελφός μου το αφήνει και κινούμαστε πάνω στο χειμωνιάτικο τοπίο σα μορφές που δραπέτευσαν από χριστουγεννιάτικη ζωγραφιά. Το χιόνι που σηκώνουν οι οπλές του αλόγου πέφτει πάνω μας σαν ασπρόσκονη απ’ τ’ αστέρια.
Σταβλίζουμε το άλογο και συζητάμε με τους γονείς μας και τρώμε το γεύμα που έχει ετοιμάσει η μητέρα μας. Έχω πια νυστάξει κι είναι ώρα για τους μικρότερους να πάμε για ύπνο. Αλλ’ απόψε ο πατέρας μου λέει: ‘‘Θα θέλαμε να μείνεις μαζί μας για λίγο.’’ Κι έτσι κάθομαι ήσυχα με τα μεγαλύτερα μέλη της οικογένειάς μου.
Μόλις οι μικροί σωπαίνουν επάνω, ο Νηλ φέρνει τις κούτες που περιέχουν τα ‘ρούχα’ του κι αρχίζει να τις ανοίγει. Λύνει τους περίπλοκους κόμπους γρήγορα, το σκοινί ξετυλίγεται εύκολα απ’ τα σβέλτα δάχτυλά του. Τα κουτιά είναι γεμάτα δώρα, όμορφα τυλιγμένα, που έχουν επάνω τους ετικέτες. Εκείνα που είναι για τα μικρότερα αδέλφια μου λένε ‘από τον Άγιο Βασίλη’ μα το δικό μου δεν είναι πια ανάμεσά τους κι απ’ ό,τι ξέρω είναι βέβαιο ότι δε θα είναι ποτέ ξανά. Ωστόσο δε με εκπλήσσει τόσο πολύ που νιώθω το σφίξιμο της απώλειας στην καρδιά τώρα που βρίσκομαι στην ενήλικη πλευρά του κόσμου. Είναι λες κι αίφνης μετακινήθηκα σ’ ένα άλλο δωμάτιο κι ακούω μια πόρτα να χτυπά διαρκώς πίσω μου. Μ’ έχει λαβώσει η δική μου μικρή πληγή.
Και τότε τους κοιτάζω όλους καθώς στέκονται εμπρός μου. Οι γονείς μου πλάι – πλάι μπροστά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η μητέρα ακουμπά το χέρι της στον ώμο του πατέρα κι εκείνος κρατά το πανταχού παρόν μαντήλι του. Οι αδελφές μου έχουν περάσει αυτό το κατώφλι πριν από μένα και τώρα ταξιδεύουν μακρύτερα απ’ την κοριτσίστικη ζωή τους μέρα με τη μέρα. Ο μαγικός μεγαλύτερος αδελφός μου ήρθε κοντά μας αυτά τα Χριστούγεννα από μισή ήπειρο μακριά, φέρνοντας μαζί του ό,τι έχει και ό,τι είναι. Κρατώ στο νου μου αυτή την εικόνα με την έγνοια στα πρόσωπά τους.
‘‘Όλοι φεύγουν’’ λέει ο πατέρας ήρεμα και νομίζω μιλά για τον Άγιο Βασίλη. ‘‘Μα δεν υπάρχει λόγος να λυπούμαστε. αφήνουν καλά πράγματα πίσω.’’

Χαλογουήν (Halloween): Η νύχτα της 31ης Οκτωβρίου (παραμονή των Αγίων Πάντων) όταν, σύμφωνα με την παράδοση, βγαίνουν οι νεκροί από τους τάφους τους και η οποία γιορτάζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και τη Βρετανία με μεταμφιέσεις των παιδιών σε φαντάσματα, μάγισσες κ.λπ.

Alistair MacLeod

No comments:

Post a Comment