… Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία … (Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη)
‘‘Άφησε εμένα να βοηθήσω το ζώο’’, είπες απλώνοντας τα χέρια σου - τα όμορφα χέρια σου - κι ακόμα δεν είχες σηκώσει τα μάτια σου στα δικά μου.
Ένας από τους μαθητευόμενους κυνηγούς του πατέρα μου και του αδελφού μου είχε πληγωθεί. Με φώναξαν από την πλαγιά και πήγα να τον φέρω πίσω. Σχεδόν πριν την αυγή. Πώς βρέθηκες εκείνη την ώρα στο βουνό; Εσύ δεν κυνηγούσες. Εσύ μόνο βοηθούσες. Και προστάτευες. Όλα τα πλάσματα. Όλα τα πράγματα. Και ήξερες πώς να νοιάζεσαι. Ήξερες πώς να φροντίζεις. Έπαιρνες τις πληγές στα χέρια σου κι εκείνες γιατρεύονταν. Πώς βρέθηκες εκείνη την ώρα στο βουνό; Εσύ δε δούλευες. Ο μικρότερος της Αρχόντισσας. Ο λατρευτός της. Ο που είχε το απυρόβλητό της.
Ήσουν όμορφος. Και ήσουν καλός. Τους αγαπούσες όλους. Πώς μπορούσες; Όλοι σε μισούσαν. Απελπισμένα σε λάτρευαν. Ήσουν ο τέλειος. Ο τέλεια προστατευμένος.
Χαμογελούσες, ήλιοι τα μάτια σου. Σε αγαπούσα. Σκοτείνιαζες, βυθοί τα μάτια σου. Σε αγαπούσα. Κι αργότερα, όταν σου μιλούσα για την αγάπη μου, τα μάτια σου διάπλατα σαν ξάστερη μέρα.
Δε μίλησα. Η καρδιά μου αγαλλίασε. Άφησα το μικρό μου σκύλο στα χέρια σου. Λίγο πιο πέρα, κάτω από μια γέρικη ελιά πλάι στο μικρό ρυάκι, που οδηγούσε λιωμένο το χιόνι στο μεγάλο ποταμό για να βρει ύστερα τη θάλασσα, γονάτισες και τον απίθωσες πλάι σου. Έβγαλες από το δισάκι σου ό,τι χρειαζόταν. Εσύ πάντα είχες ό,τι χρειαζόταν. Ένα φύλλο από το γιατρικό. Μόλις θα το ‘χες κόψει - απ’ το δρόμο που ήρθες έχει γιατρικά ολόκληρη η ρεματιά, λες κι είναι σπαρμένα - τόσο που μοσχοβολούσε. Ένα μαντήλι για το δέσιμο.
Στάθηκα όρθια πλάι σας κι ένιωθα την εμπιστοσύνη του μικρού μου ζώου στα χέρια σου. Ένιωθα την εμπιστοσύνη στα χέρια σου. Ξημέρωνε. Από μακριά. Πίσω απ’ τα βουνά. Τα βουνά που μας προστάτευαν από τον έξω κόσμο. Τα βουνά που μας έκλειναν στο δικό μας κόσμο. Με κοίταξες. Πρώτη φορά με κοίταξες στα μάτια. Πρώτη φορά σήκωσες τα μάτια σου στα δικά μου. Ο ουρανός είχε το χρώμα των ματιών σου αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Ο μικρός μας τετράποδος δοκίμαζε το δρόμο του. Τα κατάφερνε να φυλάει το πληγωμένο του πόδι κάπως.
‘‘Καλημέρα, καλό δρόμο,’’ είπες.
‘‘Καλημέρα, σ’ ευχαριστώ.’’
Το μπλε τ’ ουρανού γινόταν αχνότερο τώρα μπρος στο μπλε των ματιών σου, καθώς ο ήλιος ανηφόριζε την ανατολή, ακόμα κρυμμένος πίσω απ’ τα οχυρωτικά βουνά μας.
Μόλις που έφτανα στο σπίτι και φάνηκαν απ’ τη δυτική ράχη ο πατέρας μου κι ο αδελφός να επιστρέφουν με το κυνήγι της ημέρας - κι ο ήλιος έβγαζε το ξανθό του κεφάλι απ’ την ανατολική πλαγιά. Ετοίμασα το γεύμα τους. Θα έφευγαν πάλι, για τ’ όργωμα τώρα.
Την άλλη μέρα ο μικρός μας κυνηγός φάνηκε να ξέχασε το τραύμα του και βγήκε να ξεκινήσει για το καθημερινό του ανηφόρι. Άκουσα τον αδελφό μου να του φωνάζει να μείνει πίσω στο σπίτι. Βγήκα στο κατώφλι:
‘‘Άφησέ τον ν’ ακολουθήσει. Θα βγω παραπάνω να τον φέρω που θα ‘χει μείνει πίσω.’’
Έβαλα το νερό στη φωτιά και βγήκα σε λίγο ν’ ακολουθώ από μακριά την κυνηγετική μου οικογένεια. Ο πιστός μας κυνηγός με περίμενε εκεί που σε είχαμε συναντήσει χθες και, καθώς έφτανα, μπήκε μες στα λιόδεντρα ως εκεί που μας περίμενες εσύ. Του άλλαξες το φύλλο το γιατρικό στην πληγή. Ύστερα κρύφτηκε. Ή δεν τον είδα άλλο πια. Ως που άκουσα το σιγανό του γαύγισμα και ήξερα ότι έπρεπε να επιστρέψω. Τον ακολούθησα. Έτσι γινόταν κάθε μέρα. Ως που ο χειμώνας ήρθε σκληρός και οριστικός.
Πέντε φεγγάρια από την αυγή που χαράξαμε το σημείο της αγάπης μας στον κορμό της αρχαίας ελιάς, εσύ άγνωστος κι ο μεγαλύτερός αδελφός σου επισκέφθηκαν το σπιτικό μου. Δεν άκουσα τον ήχο της φωνής σου εκείνο το βράδυ. Δεν αντίκρισα τα μάτια σου. Η χειραψία σου έφερε στον πατέρα και τον αδελφό μου ανατριχίλα. Ο αδελφός σου μιλούσε μόνο. Ζήτησε αυτό που ήξερες ότι δεν έπρεπε να ζητηθεί. Κι όταν έκανε να υποχωρήσει, σηκώθηκες. Καληνύχτα, αγαπημένε μου.
Το πρωί, καθώς ξυπνούσε το χωριό μας, είχα υψωθεί και τα έβλεπα όλα. Μακριά στο χώρο. Μακριά στο χρόνο. Άλλη μια φορά αγαπηθήκαμε μάταια. Καλημέρα, αγαπημένε μου.
Ο πιστός μας φύλακας με είχε ακολουθήσει ως την άκρη κι ύστερα, όσο εγώ ήμουν κοντά σου, βρήκε το μονοπάτι να κατέβει εκεί που είχα αφήσει το κορμί μου. Περίμενε μαζί μου μες στο χιονιά ως ν’ ακούσει τη σιωπή του ερχομού της αυγής. Τότε, σε οδήγησε σε μένα.
Έπαιξες τα μάτια σου μόλις έφτασα. Με είδες. Με σκεφτόσουν. ‘Θα τα καταφέρεις,’ έλεγες, ‘χωρίς εμένα.’ Ήταν εκείνος ο σιωπηλός νέος που με κοίταζε και ταραζόταν. Όχι άλαλος, όχι. Μα μιλούσε τόσο σπάνια. Και δε χαμογελούσε ποτέ. Όχι πως είχε δύστροπη καρδιά, κάθε άλλο. Μόνο που ήταν απέραντη η θλίψη του. Ήξερε όμως πώς να προστατεύει τους αδικημένους από το δίκιο του κόσμου και το σπίτι του ήταν μικρό κι ειρηνικό. Με τη γιαγιά του ζούσε πολλά χρόνια τώρα - οι γονείς του είχαν χαθεί. Και δεν ήταν φτωχός, είχε το μέρος του στη γη κι ήταν δουλευτής και πρόθυμος. Δεν θα μου έλλειπε ό,τι χρειαζόταν. Έτσι έλεγες στον εαυτό σου.
‘Ναι, ζήτησα αυτό που είχε δοθεί στη μητέρα σου από το δικό της πατέρα, αυτό που στο κρεβάτι του θανάτου της λίγο μετά τη γέννα είχε ορκίσει τον πατέρα σου να το κληροδοτήσει στο γιο τους. Ναι, ζήτησα αυτό που δεν θα μου επέτρεπε να πάρω εσένα. Έτσι έπρεπε. Έτσι. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Να φεύγαμε, έλεγα. Μα θα ‘βγαιναν στρατός από το σπίτι της Αρχόντισσας δούλοι κι αφεντικά και θα μας έφερναν πίσω. Να σκοτωθούμε, έλεγα. Μα δεν είμαι τόσο τολμηρός. Ούτε τόσο αμαρτωλός είμαι.’
‘Αμαρτωλός;’
‘Δε θέλω να ξέρεις. Δε θέλω να ξέρεις.’ Και μου έκρυψες πια τις σκέψεις σου.
Τότε υψώθηκα πάλι μακριά σου να δω τις περασμένες μέρες. Τη μέρα που δεν έφτασα στην αρχαία ελιά, το ίδιο βράδυ, στο τραπέζι, είπες σε όλους ότι ήταν η ώρα για το γάμο σου. Και ποια ήθελες να πάρεις; Εμένα. Τους άντρες διαπέρασε ένα ρίγος ηδονής. Τις γυναίκες ένα ρίγος οδύνης. Κοίταξες τα μάτια της μάνας σου κι εκείνη τα χαμήλωσε. Πρώτη φορά. Ύστερα τα σήκωσε πάλι γρήγορα ίσια στα δικά σου και είπε με τη σίγουρη φωνή της: ‘‘Ναι, θα μιλήσουμε πάλι γι’ αυτό αύριο.’’
Αύριο, η μητέρα σου πρωί - πρωί ήταν έτοιμη για ταξίδι: ‘‘Θα πάω στο μοναστήρι. Σα θα ‘μαι πίσω, θα κάνουμε ότι χρειάζεται για το γάμο σου. Στο μεταξύ δε θέλω να το συζητήσεις με κανέναν.’’
‘Σύμφωνοι, μάνα,’ άκουσε τη σκέψη σου. Άπειρα χρόνια είχαν περάσει, σου φάνηκε, από τότε που της μιλούσες με τη σκέψη σου.
Όλοι έλεγαν ότι αργούσες να μιλήσεις. Μ’ αφού δε χρειαζόταν. Έβλεπες, άκουγες, έτρεχες, γελούσες. Κι αν ήθελες κάτι έπιανες το φουστάνι της μάνας σου. Εκείνη κοίταζε μες στα μάτια σου και ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει να για σένα.
Σε μένα μίλησες πρώτη φορά, στην αυλή της εκκλησίας. Το ήξερα, επειδή το διηγούνταν. Κι από τότε είχα μάθει ότι δεν επιτρεπόταν να πλησιάζω την οικογένεια της Αρχόντισσας. Κανείς δεν ήξερε τι μου είχες πει ή αν εγώ είχα προλάβει ν’ αρθρώσω συλλαβή πριν με τραβήξει βιαστικά η μάνα μου μακριά σου. Το έβλεπα τώρα: ‘σ’ αγαπώ,’ είχες πει. Ύστερα πήγες θλιμμένος και τράβηξες το φουστάνι της μάνας σου - για πρώτη φορά θλιμμένος. Εκείνη κράτησε το χέρι σου σφιχτά κι όταν φτάσατε στο αρχοντικό με την άμαξα σε πήρε στη δροσερή σκιά της κάμαράς της και σου είπε: ‘μίλησέ μου τώρα γιε μου με όλες τις λέξεις που ξέρεις.’ Μίλησες πολύ ώρα ως που έφυγε όλη η θλίψη. Ύστερα χώθηκες στο στήθος της, θήλασες κι αποκοιμήθηκες.
Κάθε φορά που η μάνα έλλειπε στο μοναστήρι, όλα στο σπίτι γίνονταν όπως όταν ήταν εκεί. Εκείνο το βράδυ, όμως, ο μεγαλύτερος αδελφός διέταξε τις γυναίκες να φάνε στην κουζίνα γιατί οι άντρες είχαν να συζητήσουν στην τραπεζαρία. Εκείνο το βράδυ έμαθες το μυστικό νόμο που από πολλές γενιές τηρούνταν στον αρχοντικό οίκο και που οι αδελφοί σου είχαν διδαχθεί από τους θείους τους, αφού ο πατέρας σας έφυγε νωρίς. Σα θα γινόταν ο γάμος σου, θα μπορούσες να έχεις τη γυναίκα σου την πέμπτη νύχτα, αφού θα της είχαν μάθει πρώτα οι μεγαλύτεροι τα συζυγικά καθήκοντα. Κι εσύ θα είχες τις δικές τους γυναίκες τις τέσσερις πρώτες νύχτες του γάμου σου, για να σου μάθουν ποια είναι τα δικά σου.
Σπάραξαν τα σπλάχνα σου, μα ούτε το βλέφαρό σου δεν κινήθηκε. Δεν είπες λέξη. Άντεξες τα αδελφικά χτυπήματα στον ώμο ενώ εντός σου αιμορραγούσες. Ξάπλωσες στο κρεβάτι σου και με τα μάτια ορθάνοιχτα στο σκοτάδι κατανόησες όλη τη δυστυχία του αρχοντικού οίκου. Τις μαραμένες γυναίκες, για τις οποίες οι αδελφοί σου έλεγαν πόσο ήταν ανήθικες, αφού τις είχαν οι ίδιοι εξαναγκάσει. Το χωριό κι όλα τα χωριά τριγύρω που ήταν μεγάλη συμφορά θαρρούσαν, αν κάποιος από τον αρχοντικό οίκο ήθελε την κόρη τους για γυναίκα του. Και τη μάνα. Αυτό εννοούσαν οι θείοι όταν έλεγαν: ‘Μόνο τη μάνα σας ξέρετε, λεβέντες μου, σίγουρα. Και μόνο ότι είσαστε από το ίδιο αίμα με τον πατέρα σας.’ Έπρεπε πριν γυρίσει η μάνα. Έπρεπε πριν γυρίσει η μάνα να έχεις φύγει. Είχες ακόμα δυο βράδια.
‘Όμως, αγάπη μου, δεν είναι έτσι. Μα πού πας αξημέρωτα;’
‘Έτσι είναι καλή μου. Πάω να φροντίσω την πληγή σου.’
Βγήκες μέσα στη νύχτα του χιονιά. Ίσως το φως που είχα γίνει να μαλάκωνε λίγο το παχύ σκοτάδι μπρος από τα μάτια σου. Έφτασες στο παράθυρο της κουζίνας της γιαγιάς. Χτύπησες σιγά. Άνοιξε. Είχε κιόλας σηκωθεί κι άναβε τη φωτιά. Ο σιωπηλός της εγγονός θα ξυπνούσε αργότερα. Της τα είπες όλα. Σε άκουγε, μα ήξερε. Όλοι τα ήξεραν. Όλα τα ήξεραν. Θα έφευγες της είπες πάλι για το βορρά, για τη χώρα όπου μεγάλωσες κι ανδρώθηκες και σπούδασες. Ναι, κατέβαινε ο πόλεμος - ακριβώς γι’ αυτό θα ήσουν χρήσιμος εκεί. Να παντρέψει μόνο τον εγγονό της με μένα και θα είχε ό,τι ήθελε. Θα άφηνες παραγγελία στη μάνα σου. Όχι. Πώς να την περιμένεις; Πώς να κοιτάξεις τα μάτια της πάλι; Έκρυψες το πρόσωπό σου.
‘‘Η μάνα σου, γιε μου, έχει πέντε γιους κι είναι όλοι από τον άντρα της. Οι νεώτεροι αδελφοί του σκότωσαν τον πατέρα σου, λίγο μετά που γεννήθηκες εσύ, μόλις που είχε πεθάνει ο παππούς σου. Τον σκότωσαν με το φαρμάκι που τους κοίμιζε η μάνα σου τις νύχτες που πήγαιναν στην κάμαρά της. Ήταν η μόνη ευτυχισμένη γυναίκα στο σπίτι. Και διψούσαν να ρουφήξουν τη χαρά της. Η μάνα σου δεν είχε πια άλλο φαρμάκι, όταν τη βρήκε ο νεώτερος τη νύχτα του γάμου του. Κανείς δεν τόλμησε να ρωτήσει πώς του ακύρωσε τα μέλη. Το πρωί, μπροστά στους έντρομους κουνιάδους της, όρισε τον εαυτό της Αρχόντισσα. Ήταν η χήρα του μεγαλύτερου. Κανείς δεν την πλησίασε πια. Μόνο που, μη ξέροντας πώς να μιλήσει με τους γιους της, άφησε τα ‘αντρικά’ απείραχτα. Δεν τολμούσε άλλωστε κι εκείνη να φανερώσει ό,τι όλοι ήξεραν - ούτε τους δολοφόνους ούτε το μυστικό της. Ήταν αναγκασμένη να προσποιείται ότι τον άντρα της τον βρήκε ξαφνικό θανατικό. Αργότερα, που η βούλησή της ήταν πιο ισχυρή κι αφού είχατε μεγαλώσει αρκετά, φρόντισε ένας - ένας οι αδελφοί του άντρα της να ξεχωρίσουν το μερτικό τους στη γη και να πάρουν τις οικογένειές τους, να κατοικήσουν άλλα σπίτια. Αλλά ο νόμος τους έχει περάσει και σε τούτη τη γενιά. Γι’ αυτό πήγε στο μοναστήρι προχθές. Να φέρει το φαρμάκι του ύπνου. Να σε φυλάξει απ’ το κακό. Να φυλάξει το γάμο σου, τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου και τα δισέγγονά σου.’’
Αυτά είπε με μια ανάσα η γριά γυναίκα και δεν ήξερες πού είναι το καλό και πού το άδικο. Δεν ήξερες για ποιο να κλάψεις από τη χαρά, για πιο να ουρλιάξεις απ’ τον πόνο. Για πρώτη φορά δεν ήξερες.
Μόλις που είχε πάρει να χαράζει κι ένα βουητό σηκώθηκε. Ο θρήνος των πουλιών πάνω απ’ το κορμί μου. Σωπάσατε ν’ αφουγκραστείτε. Το σιγανό γαύγισμα του Πιστού στην πόρτα. Η γριά γυναίκα άνοιξε. Έτρεξες πίσω του. Ακολούθησαν. Όλο το χωριό κίνησε μες στο χιονιά σχεδόν αξημέρωτα. Κάποιοι στάθηκαν στην άκρη του γκρεμού. Μαζί ο πατέρας κι ο αδελφός μου. Συνέχισες ν’ ακολουθείς τον Πιστό στο απόκρημνο μονοπάτι. Σκίζονταν τα ρούχα σου. Συνέχιζες. Μάτωνε το κορμί σου. Έφτανες. Είδες. Άγγιξες. Ψηλάφισες. Ήξερες. Δεν είχα πεθάνει μόνη μου. Μαζί με το παιδί μας. Αν ήξερες. Αν το ήξερες. Αν ήξερες όλα όσα έμαθες τόσο ξαφνικά, τόσο άτοπα. Αν δε βιαζόσουν ν’ αποφασίσεις πριν δοκιμάσεις πάλι να κοιτάξεις στα μάτια τη μάνα. Αν περίμενες τη μάνα. Αν… Αν… Αν…
‘Δεν πειράζει, αγαπημένε μου. Στ’ αλήθεια, δεν πειράζει. Θα δοκιμάσουμε πάλι. Θα τα καταφέρουμε την άλλη φορά. Την άλλη φορά.’
‘Την άλλη φορά.’
Έμεινες ασάλευτος εκεί πολλές ώρες. Κατέβηκαν κι άλλοι. Ο αδελφός μου. Πήραν το κορμί μου. Έφυγαν. Είμαστε πάλι οι δυο μας. Οι τρεις μας. Σιωπηλοί. Ο Πιστός γάβγισε σιγανά. Ήταν ώρα. Πήγες απ’ το σπίτι. Πήρες τα απαραίτητα. Το άλογό σου. Έφτασες στο μοναστήρι πριν το σκοτάδι. Καθίσατε, εσύ κι η μητέρα σου, αντικριστά στο τραπέζι, κοιτάξατε ο ένας τον άλλο μες στα μάτια και τα είπατε όλα δίχως ν’ ακουστεί μια λέξη.
Το πρωί έφυγες. Λίγες μέρες αργότερα πέρασες τα σύνορα. Ερχόταν ο πόλεμος. Χρειάζονταν γιατρούς. Χρειάζονταν ιπτάμενους.
Ήμουν μαζί σου σε όλο το ταξίδι. Ύστερα στην εκπαίδευση. Ήμουν μαζί σου σε όλα τα ταξίδια. Σε όλες τις πτήσεις. Στο πίσω μέρος του μυαλού σου, όπου δεν έβλεπες εσύ, μα όπου από μένα δεν μπορούσε να κρυφτεί, κατοικούσε πάντα η σκέψη πότε και πώς θα πέσεις από ψηλά να με ακολουθήσεις. Ήμουν εκεί και σου θύμιζα ότι η μητέρα σου περιμένει να τελειώσει ο πόλεμος και να σε δει ν’ ανηφορίζεις την πλαγιά για το μοναστήρι. Αλλά πονούσες πολύ. Υπόφερες για ό,τι χάσαμε. Ενώ εγώ ήμουν ελεύθερη να μην πάσχω πια. Μόνο άκουγα, έβλεπα και πετούσα. Πετούσα μαζί σου. Και φρόντιζα να στέλνω στην καρδιά σου την ελπίδα.
Πετούσαμε πάνω από τη χώρα μας, δυτικότερα από τα βουνά μας. Κατεβαίναμε τις πύλες και μπαίναμε στην ήπειρο. Ύστερα στην έρημο. Ύστερα πάλι πίσω. Σε μια επιστροφή, στράφηκα στο οροπέδιό μας και είδα τους ανθρώπους του. Ο πόλεμος δεν τους έφτασε, μόνο το βάσανο της φτώχιας και του φόβου. Σήκωσα το βλέμμα στην πλαγιά, στο μοναστήρι. Η μητέρα σου έλλειπε. Είχε ελευθερωθεί. Δεν μπόρεσα να σου το πω. Μα ούτε να σου λέω ψέματα μπορούσα. Και σώπασα.
Ήσουν έτοιμος τώρα. Κι ούτε που ήθελα να σ’ εμποδίσω πια. Λαχταρούσες ν’ απαλλαγείς απ’ τα δεσμά. Απ’ την οδύνη του νου, που δεν κατανοεί ότι η ζωή έχει άπειρους τρόπους να συνεχίσει τη ζωή της. Στο επόμενο ταξίδι, το αεροπλάνο σου έπεσε στην έρημο.
Εκτοξευτήκαμε στο φως. Μαζί. Ιδού, τα δώρα μας: η Συγνώμη, η Ειρήνη... κι άλλο ένα. Ναι, είναι κι άλλο ένα. Εσύ το κράτησες. Εγώ κάπου το έχω λησμονήσει._
‘‘Άφησε εμένα να βοηθήσω το ζώο’’, είπες απλώνοντας τα χέρια σου - τα όμορφα χέρια σου - κι ακόμα δεν είχες σηκώσει τα μάτια σου στα δικά μου.
Ένας από τους μαθητευόμενους κυνηγούς του πατέρα μου και του αδελφού μου είχε πληγωθεί. Με φώναξαν από την πλαγιά και πήγα να τον φέρω πίσω. Σχεδόν πριν την αυγή. Πώς βρέθηκες εκείνη την ώρα στο βουνό; Εσύ δεν κυνηγούσες. Εσύ μόνο βοηθούσες. Και προστάτευες. Όλα τα πλάσματα. Όλα τα πράγματα. Και ήξερες πώς να νοιάζεσαι. Ήξερες πώς να φροντίζεις. Έπαιρνες τις πληγές στα χέρια σου κι εκείνες γιατρεύονταν. Πώς βρέθηκες εκείνη την ώρα στο βουνό; Εσύ δε δούλευες. Ο μικρότερος της Αρχόντισσας. Ο λατρευτός της. Ο που είχε το απυρόβλητό της.
Ήσουν όμορφος. Και ήσουν καλός. Τους αγαπούσες όλους. Πώς μπορούσες; Όλοι σε μισούσαν. Απελπισμένα σε λάτρευαν. Ήσουν ο τέλειος. Ο τέλεια προστατευμένος.
Χαμογελούσες, ήλιοι τα μάτια σου. Σε αγαπούσα. Σκοτείνιαζες, βυθοί τα μάτια σου. Σε αγαπούσα. Κι αργότερα, όταν σου μιλούσα για την αγάπη μου, τα μάτια σου διάπλατα σαν ξάστερη μέρα.
Δε μίλησα. Η καρδιά μου αγαλλίασε. Άφησα το μικρό μου σκύλο στα χέρια σου. Λίγο πιο πέρα, κάτω από μια γέρικη ελιά πλάι στο μικρό ρυάκι, που οδηγούσε λιωμένο το χιόνι στο μεγάλο ποταμό για να βρει ύστερα τη θάλασσα, γονάτισες και τον απίθωσες πλάι σου. Έβγαλες από το δισάκι σου ό,τι χρειαζόταν. Εσύ πάντα είχες ό,τι χρειαζόταν. Ένα φύλλο από το γιατρικό. Μόλις θα το ‘χες κόψει - απ’ το δρόμο που ήρθες έχει γιατρικά ολόκληρη η ρεματιά, λες κι είναι σπαρμένα - τόσο που μοσχοβολούσε. Ένα μαντήλι για το δέσιμο.
Στάθηκα όρθια πλάι σας κι ένιωθα την εμπιστοσύνη του μικρού μου ζώου στα χέρια σου. Ένιωθα την εμπιστοσύνη στα χέρια σου. Ξημέρωνε. Από μακριά. Πίσω απ’ τα βουνά. Τα βουνά που μας προστάτευαν από τον έξω κόσμο. Τα βουνά που μας έκλειναν στο δικό μας κόσμο. Με κοίταξες. Πρώτη φορά με κοίταξες στα μάτια. Πρώτη φορά σήκωσες τα μάτια σου στα δικά μου. Ο ουρανός είχε το χρώμα των ματιών σου αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Ο μικρός μας τετράποδος δοκίμαζε το δρόμο του. Τα κατάφερνε να φυλάει το πληγωμένο του πόδι κάπως.
‘‘Καλημέρα, καλό δρόμο,’’ είπες.
‘‘Καλημέρα, σ’ ευχαριστώ.’’
Το μπλε τ’ ουρανού γινόταν αχνότερο τώρα μπρος στο μπλε των ματιών σου, καθώς ο ήλιος ανηφόριζε την ανατολή, ακόμα κρυμμένος πίσω απ’ τα οχυρωτικά βουνά μας.
Μόλις που έφτανα στο σπίτι και φάνηκαν απ’ τη δυτική ράχη ο πατέρας μου κι ο αδελφός να επιστρέφουν με το κυνήγι της ημέρας - κι ο ήλιος έβγαζε το ξανθό του κεφάλι απ’ την ανατολική πλαγιά. Ετοίμασα το γεύμα τους. Θα έφευγαν πάλι, για τ’ όργωμα τώρα.
Την άλλη μέρα ο μικρός μας κυνηγός φάνηκε να ξέχασε το τραύμα του και βγήκε να ξεκινήσει για το καθημερινό του ανηφόρι. Άκουσα τον αδελφό μου να του φωνάζει να μείνει πίσω στο σπίτι. Βγήκα στο κατώφλι:
‘‘Άφησέ τον ν’ ακολουθήσει. Θα βγω παραπάνω να τον φέρω που θα ‘χει μείνει πίσω.’’
Έβαλα το νερό στη φωτιά και βγήκα σε λίγο ν’ ακολουθώ από μακριά την κυνηγετική μου οικογένεια. Ο πιστός μας κυνηγός με περίμενε εκεί που σε είχαμε συναντήσει χθες και, καθώς έφτανα, μπήκε μες στα λιόδεντρα ως εκεί που μας περίμενες εσύ. Του άλλαξες το φύλλο το γιατρικό στην πληγή. Ύστερα κρύφτηκε. Ή δεν τον είδα άλλο πια. Ως που άκουσα το σιγανό του γαύγισμα και ήξερα ότι έπρεπε να επιστρέψω. Τον ακολούθησα. Έτσι γινόταν κάθε μέρα. Ως που ο χειμώνας ήρθε σκληρός και οριστικός.
Πέντε φεγγάρια από την αυγή που χαράξαμε το σημείο της αγάπης μας στον κορμό της αρχαίας ελιάς, εσύ άγνωστος κι ο μεγαλύτερός αδελφός σου επισκέφθηκαν το σπιτικό μου. Δεν άκουσα τον ήχο της φωνής σου εκείνο το βράδυ. Δεν αντίκρισα τα μάτια σου. Η χειραψία σου έφερε στον πατέρα και τον αδελφό μου ανατριχίλα. Ο αδελφός σου μιλούσε μόνο. Ζήτησε αυτό που ήξερες ότι δεν έπρεπε να ζητηθεί. Κι όταν έκανε να υποχωρήσει, σηκώθηκες. Καληνύχτα, αγαπημένε μου.
Το πρωί, καθώς ξυπνούσε το χωριό μας, είχα υψωθεί και τα έβλεπα όλα. Μακριά στο χώρο. Μακριά στο χρόνο. Άλλη μια φορά αγαπηθήκαμε μάταια. Καλημέρα, αγαπημένε μου.
Ο πιστός μας φύλακας με είχε ακολουθήσει ως την άκρη κι ύστερα, όσο εγώ ήμουν κοντά σου, βρήκε το μονοπάτι να κατέβει εκεί που είχα αφήσει το κορμί μου. Περίμενε μαζί μου μες στο χιονιά ως ν’ ακούσει τη σιωπή του ερχομού της αυγής. Τότε, σε οδήγησε σε μένα.
Έπαιξες τα μάτια σου μόλις έφτασα. Με είδες. Με σκεφτόσουν. ‘Θα τα καταφέρεις,’ έλεγες, ‘χωρίς εμένα.’ Ήταν εκείνος ο σιωπηλός νέος που με κοίταζε και ταραζόταν. Όχι άλαλος, όχι. Μα μιλούσε τόσο σπάνια. Και δε χαμογελούσε ποτέ. Όχι πως είχε δύστροπη καρδιά, κάθε άλλο. Μόνο που ήταν απέραντη η θλίψη του. Ήξερε όμως πώς να προστατεύει τους αδικημένους από το δίκιο του κόσμου και το σπίτι του ήταν μικρό κι ειρηνικό. Με τη γιαγιά του ζούσε πολλά χρόνια τώρα - οι γονείς του είχαν χαθεί. Και δεν ήταν φτωχός, είχε το μέρος του στη γη κι ήταν δουλευτής και πρόθυμος. Δεν θα μου έλλειπε ό,τι χρειαζόταν. Έτσι έλεγες στον εαυτό σου.
‘Ναι, ζήτησα αυτό που είχε δοθεί στη μητέρα σου από το δικό της πατέρα, αυτό που στο κρεβάτι του θανάτου της λίγο μετά τη γέννα είχε ορκίσει τον πατέρα σου να το κληροδοτήσει στο γιο τους. Ναι, ζήτησα αυτό που δεν θα μου επέτρεπε να πάρω εσένα. Έτσι έπρεπε. Έτσι. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Να φεύγαμε, έλεγα. Μα θα ‘βγαιναν στρατός από το σπίτι της Αρχόντισσας δούλοι κι αφεντικά και θα μας έφερναν πίσω. Να σκοτωθούμε, έλεγα. Μα δεν είμαι τόσο τολμηρός. Ούτε τόσο αμαρτωλός είμαι.’
‘Αμαρτωλός;’
‘Δε θέλω να ξέρεις. Δε θέλω να ξέρεις.’ Και μου έκρυψες πια τις σκέψεις σου.
Τότε υψώθηκα πάλι μακριά σου να δω τις περασμένες μέρες. Τη μέρα που δεν έφτασα στην αρχαία ελιά, το ίδιο βράδυ, στο τραπέζι, είπες σε όλους ότι ήταν η ώρα για το γάμο σου. Και ποια ήθελες να πάρεις; Εμένα. Τους άντρες διαπέρασε ένα ρίγος ηδονής. Τις γυναίκες ένα ρίγος οδύνης. Κοίταξες τα μάτια της μάνας σου κι εκείνη τα χαμήλωσε. Πρώτη φορά. Ύστερα τα σήκωσε πάλι γρήγορα ίσια στα δικά σου και είπε με τη σίγουρη φωνή της: ‘‘Ναι, θα μιλήσουμε πάλι γι’ αυτό αύριο.’’
Αύριο, η μητέρα σου πρωί - πρωί ήταν έτοιμη για ταξίδι: ‘‘Θα πάω στο μοναστήρι. Σα θα ‘μαι πίσω, θα κάνουμε ότι χρειάζεται για το γάμο σου. Στο μεταξύ δε θέλω να το συζητήσεις με κανέναν.’’
‘Σύμφωνοι, μάνα,’ άκουσε τη σκέψη σου. Άπειρα χρόνια είχαν περάσει, σου φάνηκε, από τότε που της μιλούσες με τη σκέψη σου.
Όλοι έλεγαν ότι αργούσες να μιλήσεις. Μ’ αφού δε χρειαζόταν. Έβλεπες, άκουγες, έτρεχες, γελούσες. Κι αν ήθελες κάτι έπιανες το φουστάνι της μάνας σου. Εκείνη κοίταζε μες στα μάτια σου και ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει να για σένα.
Σε μένα μίλησες πρώτη φορά, στην αυλή της εκκλησίας. Το ήξερα, επειδή το διηγούνταν. Κι από τότε είχα μάθει ότι δεν επιτρεπόταν να πλησιάζω την οικογένεια της Αρχόντισσας. Κανείς δεν ήξερε τι μου είχες πει ή αν εγώ είχα προλάβει ν’ αρθρώσω συλλαβή πριν με τραβήξει βιαστικά η μάνα μου μακριά σου. Το έβλεπα τώρα: ‘σ’ αγαπώ,’ είχες πει. Ύστερα πήγες θλιμμένος και τράβηξες το φουστάνι της μάνας σου - για πρώτη φορά θλιμμένος. Εκείνη κράτησε το χέρι σου σφιχτά κι όταν φτάσατε στο αρχοντικό με την άμαξα σε πήρε στη δροσερή σκιά της κάμαράς της και σου είπε: ‘μίλησέ μου τώρα γιε μου με όλες τις λέξεις που ξέρεις.’ Μίλησες πολύ ώρα ως που έφυγε όλη η θλίψη. Ύστερα χώθηκες στο στήθος της, θήλασες κι αποκοιμήθηκες.
Κάθε φορά που η μάνα έλλειπε στο μοναστήρι, όλα στο σπίτι γίνονταν όπως όταν ήταν εκεί. Εκείνο το βράδυ, όμως, ο μεγαλύτερος αδελφός διέταξε τις γυναίκες να φάνε στην κουζίνα γιατί οι άντρες είχαν να συζητήσουν στην τραπεζαρία. Εκείνο το βράδυ έμαθες το μυστικό νόμο που από πολλές γενιές τηρούνταν στον αρχοντικό οίκο και που οι αδελφοί σου είχαν διδαχθεί από τους θείους τους, αφού ο πατέρας σας έφυγε νωρίς. Σα θα γινόταν ο γάμος σου, θα μπορούσες να έχεις τη γυναίκα σου την πέμπτη νύχτα, αφού θα της είχαν μάθει πρώτα οι μεγαλύτεροι τα συζυγικά καθήκοντα. Κι εσύ θα είχες τις δικές τους γυναίκες τις τέσσερις πρώτες νύχτες του γάμου σου, για να σου μάθουν ποια είναι τα δικά σου.
Σπάραξαν τα σπλάχνα σου, μα ούτε το βλέφαρό σου δεν κινήθηκε. Δεν είπες λέξη. Άντεξες τα αδελφικά χτυπήματα στον ώμο ενώ εντός σου αιμορραγούσες. Ξάπλωσες στο κρεβάτι σου και με τα μάτια ορθάνοιχτα στο σκοτάδι κατανόησες όλη τη δυστυχία του αρχοντικού οίκου. Τις μαραμένες γυναίκες, για τις οποίες οι αδελφοί σου έλεγαν πόσο ήταν ανήθικες, αφού τις είχαν οι ίδιοι εξαναγκάσει. Το χωριό κι όλα τα χωριά τριγύρω που ήταν μεγάλη συμφορά θαρρούσαν, αν κάποιος από τον αρχοντικό οίκο ήθελε την κόρη τους για γυναίκα του. Και τη μάνα. Αυτό εννοούσαν οι θείοι όταν έλεγαν: ‘Μόνο τη μάνα σας ξέρετε, λεβέντες μου, σίγουρα. Και μόνο ότι είσαστε από το ίδιο αίμα με τον πατέρα σας.’ Έπρεπε πριν γυρίσει η μάνα. Έπρεπε πριν γυρίσει η μάνα να έχεις φύγει. Είχες ακόμα δυο βράδια.
‘Όμως, αγάπη μου, δεν είναι έτσι. Μα πού πας αξημέρωτα;’
‘Έτσι είναι καλή μου. Πάω να φροντίσω την πληγή σου.’
Βγήκες μέσα στη νύχτα του χιονιά. Ίσως το φως που είχα γίνει να μαλάκωνε λίγο το παχύ σκοτάδι μπρος από τα μάτια σου. Έφτασες στο παράθυρο της κουζίνας της γιαγιάς. Χτύπησες σιγά. Άνοιξε. Είχε κιόλας σηκωθεί κι άναβε τη φωτιά. Ο σιωπηλός της εγγονός θα ξυπνούσε αργότερα. Της τα είπες όλα. Σε άκουγε, μα ήξερε. Όλοι τα ήξεραν. Όλα τα ήξεραν. Θα έφευγες της είπες πάλι για το βορρά, για τη χώρα όπου μεγάλωσες κι ανδρώθηκες και σπούδασες. Ναι, κατέβαινε ο πόλεμος - ακριβώς γι’ αυτό θα ήσουν χρήσιμος εκεί. Να παντρέψει μόνο τον εγγονό της με μένα και θα είχε ό,τι ήθελε. Θα άφηνες παραγγελία στη μάνα σου. Όχι. Πώς να την περιμένεις; Πώς να κοιτάξεις τα μάτια της πάλι; Έκρυψες το πρόσωπό σου.
‘‘Η μάνα σου, γιε μου, έχει πέντε γιους κι είναι όλοι από τον άντρα της. Οι νεώτεροι αδελφοί του σκότωσαν τον πατέρα σου, λίγο μετά που γεννήθηκες εσύ, μόλις που είχε πεθάνει ο παππούς σου. Τον σκότωσαν με το φαρμάκι που τους κοίμιζε η μάνα σου τις νύχτες που πήγαιναν στην κάμαρά της. Ήταν η μόνη ευτυχισμένη γυναίκα στο σπίτι. Και διψούσαν να ρουφήξουν τη χαρά της. Η μάνα σου δεν είχε πια άλλο φαρμάκι, όταν τη βρήκε ο νεώτερος τη νύχτα του γάμου του. Κανείς δεν τόλμησε να ρωτήσει πώς του ακύρωσε τα μέλη. Το πρωί, μπροστά στους έντρομους κουνιάδους της, όρισε τον εαυτό της Αρχόντισσα. Ήταν η χήρα του μεγαλύτερου. Κανείς δεν την πλησίασε πια. Μόνο που, μη ξέροντας πώς να μιλήσει με τους γιους της, άφησε τα ‘αντρικά’ απείραχτα. Δεν τολμούσε άλλωστε κι εκείνη να φανερώσει ό,τι όλοι ήξεραν - ούτε τους δολοφόνους ούτε το μυστικό της. Ήταν αναγκασμένη να προσποιείται ότι τον άντρα της τον βρήκε ξαφνικό θανατικό. Αργότερα, που η βούλησή της ήταν πιο ισχυρή κι αφού είχατε μεγαλώσει αρκετά, φρόντισε ένας - ένας οι αδελφοί του άντρα της να ξεχωρίσουν το μερτικό τους στη γη και να πάρουν τις οικογένειές τους, να κατοικήσουν άλλα σπίτια. Αλλά ο νόμος τους έχει περάσει και σε τούτη τη γενιά. Γι’ αυτό πήγε στο μοναστήρι προχθές. Να φέρει το φαρμάκι του ύπνου. Να σε φυλάξει απ’ το κακό. Να φυλάξει το γάμο σου, τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου και τα δισέγγονά σου.’’
Αυτά είπε με μια ανάσα η γριά γυναίκα και δεν ήξερες πού είναι το καλό και πού το άδικο. Δεν ήξερες για ποιο να κλάψεις από τη χαρά, για πιο να ουρλιάξεις απ’ τον πόνο. Για πρώτη φορά δεν ήξερες.
Μόλις που είχε πάρει να χαράζει κι ένα βουητό σηκώθηκε. Ο θρήνος των πουλιών πάνω απ’ το κορμί μου. Σωπάσατε ν’ αφουγκραστείτε. Το σιγανό γαύγισμα του Πιστού στην πόρτα. Η γριά γυναίκα άνοιξε. Έτρεξες πίσω του. Ακολούθησαν. Όλο το χωριό κίνησε μες στο χιονιά σχεδόν αξημέρωτα. Κάποιοι στάθηκαν στην άκρη του γκρεμού. Μαζί ο πατέρας κι ο αδελφός μου. Συνέχισες ν’ ακολουθείς τον Πιστό στο απόκρημνο μονοπάτι. Σκίζονταν τα ρούχα σου. Συνέχιζες. Μάτωνε το κορμί σου. Έφτανες. Είδες. Άγγιξες. Ψηλάφισες. Ήξερες. Δεν είχα πεθάνει μόνη μου. Μαζί με το παιδί μας. Αν ήξερες. Αν το ήξερες. Αν ήξερες όλα όσα έμαθες τόσο ξαφνικά, τόσο άτοπα. Αν δε βιαζόσουν ν’ αποφασίσεις πριν δοκιμάσεις πάλι να κοιτάξεις στα μάτια τη μάνα. Αν περίμενες τη μάνα. Αν… Αν… Αν…
‘Δεν πειράζει, αγαπημένε μου. Στ’ αλήθεια, δεν πειράζει. Θα δοκιμάσουμε πάλι. Θα τα καταφέρουμε την άλλη φορά. Την άλλη φορά.’
‘Την άλλη φορά.’
Έμεινες ασάλευτος εκεί πολλές ώρες. Κατέβηκαν κι άλλοι. Ο αδελφός μου. Πήραν το κορμί μου. Έφυγαν. Είμαστε πάλι οι δυο μας. Οι τρεις μας. Σιωπηλοί. Ο Πιστός γάβγισε σιγανά. Ήταν ώρα. Πήγες απ’ το σπίτι. Πήρες τα απαραίτητα. Το άλογό σου. Έφτασες στο μοναστήρι πριν το σκοτάδι. Καθίσατε, εσύ κι η μητέρα σου, αντικριστά στο τραπέζι, κοιτάξατε ο ένας τον άλλο μες στα μάτια και τα είπατε όλα δίχως ν’ ακουστεί μια λέξη.
Το πρωί έφυγες. Λίγες μέρες αργότερα πέρασες τα σύνορα. Ερχόταν ο πόλεμος. Χρειάζονταν γιατρούς. Χρειάζονταν ιπτάμενους.
Ήμουν μαζί σου σε όλο το ταξίδι. Ύστερα στην εκπαίδευση. Ήμουν μαζί σου σε όλα τα ταξίδια. Σε όλες τις πτήσεις. Στο πίσω μέρος του μυαλού σου, όπου δεν έβλεπες εσύ, μα όπου από μένα δεν μπορούσε να κρυφτεί, κατοικούσε πάντα η σκέψη πότε και πώς θα πέσεις από ψηλά να με ακολουθήσεις. Ήμουν εκεί και σου θύμιζα ότι η μητέρα σου περιμένει να τελειώσει ο πόλεμος και να σε δει ν’ ανηφορίζεις την πλαγιά για το μοναστήρι. Αλλά πονούσες πολύ. Υπόφερες για ό,τι χάσαμε. Ενώ εγώ ήμουν ελεύθερη να μην πάσχω πια. Μόνο άκουγα, έβλεπα και πετούσα. Πετούσα μαζί σου. Και φρόντιζα να στέλνω στην καρδιά σου την ελπίδα.
Πετούσαμε πάνω από τη χώρα μας, δυτικότερα από τα βουνά μας. Κατεβαίναμε τις πύλες και μπαίναμε στην ήπειρο. Ύστερα στην έρημο. Ύστερα πάλι πίσω. Σε μια επιστροφή, στράφηκα στο οροπέδιό μας και είδα τους ανθρώπους του. Ο πόλεμος δεν τους έφτασε, μόνο το βάσανο της φτώχιας και του φόβου. Σήκωσα το βλέμμα στην πλαγιά, στο μοναστήρι. Η μητέρα σου έλλειπε. Είχε ελευθερωθεί. Δεν μπόρεσα να σου το πω. Μα ούτε να σου λέω ψέματα μπορούσα. Και σώπασα.
Ήσουν έτοιμος τώρα. Κι ούτε που ήθελα να σ’ εμποδίσω πια. Λαχταρούσες ν’ απαλλαγείς απ’ τα δεσμά. Απ’ την οδύνη του νου, που δεν κατανοεί ότι η ζωή έχει άπειρους τρόπους να συνεχίσει τη ζωή της. Στο επόμενο ταξίδι, το αεροπλάνο σου έπεσε στην έρημο.
Εκτοξευτήκαμε στο φως. Μαζί. Ιδού, τα δώρα μας: η Συγνώμη, η Ειρήνη... κι άλλο ένα. Ναι, είναι κι άλλο ένα. Εσύ το κράτησες. Εγώ κάπου το έχω λησμονήσει._
Συγκλονιστική ιστορία... Σαν κι αυτές που, αν και τις θεωρούμε απίθανες, ταλανίζουν τη ζωή μας.
ReplyDeleteΑνθοτρυγούσα, ναι. Έχουν παράξενα έθιμα εκεί, ακόμα. Κι αλλού, άλλωστε, ακόμα πιο δύσκολα. Όχι μόνο για τις γυναίκες. Και για τους άντρες επίσης. Που πρέπει να αντιστρατεύονται τα συναισθήματά τους για να τα τηρήσουν.
ReplyDeleteTo diavasa monoroyfi. Kai meta apo meres to ksanadiavasa. Kai tha to ksanadiavasw. Paraksena goiteytiko keimeno.
ReplyDeleteΧαίρομαι που βρίσκεις γοητευτικό το κείμενο. Βλέπεις, η αφήγηση δεν είναι το δυνατό μου σημείο. Αλλά νομίζω ότι είναι η ιστορία καθαυτή που το κάνει τέτοιο. Καλώς να την ξαναδιαβάσεις. Τέτοιες ιστορίες μας φέρνουν το άρωμα του κόσμου από μακριά.
ReplyDelete