Thursday

ήταν ωραία η φωνή του

… Μένει ωστόσο ένας φόβος, Μήπως έχεις ξεπεράσει την αγάπη … (Γιούλη Κουγιά, Ημερολόγιο σε Φόντο Παραμυθιού)

Καλημέρα, ψιθυρίζει μέσ’ απ’ τα σεντόνια της. Είναι ακόμα σκοτεινά. Φέγγει μόνο το ρολόι. Τέσσερις. Σφίγγει το δεύτερο μαξιλάρι μι’ αγκαλιά. Πόσα χρόνια κοιμάται μόνη δίχως ν’ αποχωριστεί τα δύο μαξιλάρια. Τώρα είναι κι αυτή η καινούργια συνήθεια: Το αξημέρωτο ξύπνημα. Δε θέλει να κάνει τίποτ’ άλλο τέτοια ώρα. Μόνο ένα τσιγάρο ίσως και προσπαθεί να κοιμηθεί ξανά. Αργότερα, την ξυπνούν τα πουλιά.
Καλημέρα Έρωτα, σιγοτραγουδά στον καναρίνο της, ενόσω τον περιποιείται. Κάθε μέρα ξεκινά μ’ αυτή τη λέξη την ημέρα της. Η επίσκεψη στη βεράντα είναι η πρώτη πρωινή εργασία. Ύστερα μπαίνει πάλι μέσα από το κρύο. Θερμοσίφωνας, καφετιέρα, τροφή στο ενυδρείο. Καφές, τσιγάρο, μπάνιο, έξω. Έξω πού. Έξω στον κόσμο, στην δουλειά, στο γραφείο.
Σάββατο σήμερα, ακούει μόλις μπαίνει μες στο λεωφορείο. Κατεβαίνει στην επόμενη στάση. Όχι, δε γυρίζει σπίτι. Θα επιστρέψει αργότερα στον μοναχικό μικρό παράδεισό της. Τώρα συνεχίζει με τα πόδια. Η καρδιά κατευθύνει. Τα βήματα υποδεικνύουν την απόφαση. Πάλι θα σκαρφαλώνει τους λόφους της Ακρόπολης. Από κει το βλέμμα της θα κυλήσει τριγύρω στην πόλη. Πάνω απ’ το λόφο του Αρείου Πάγου θα ρουφήξει την ανατολή, θα χαιρετήσει το Σαρωνικό - θα φαινόταν τώρα από δω αν δεν τον σκέπαζε η πρωινή ομίχλη.
Κατοικεί την Αθήνα τόσα χρόνια. Κάθε που κάτι αναστατώνει την καρδιά της, φορά παλτό την μοναξιά της και την σεργιανίζει ως τον Παρθενώνα. Σήμερα δεν κυκλοφορεί ψυχή εδώ πάνω. Μόνο αδέσποτα σκυλιά. Και πάντα φοβάται τα ελεύθερα ζώα. Α, να κι ένας άνθρωπος. Περίσσια αδέσποτος αυτός. Ας κάνει μια βόλτα απ’ τη λεωφόρο. Σε λίγο θα φτάσουν τα τουριστικά. Είναι απλώς πολύ πρωί ακόμα. Θα χαθεί ανάμεσα στις οργανωμένες παρέες των ταξιδιωτών, ακούγοντας γλώσσες που δεν καταλαβαίνει, ψάχνοντας την πιο ωραία φωνή της ημέρας. Αυτό είναι το παιχνίδι. Λατρεύει τις ωραίες φωνές. Λατρεύει μ’ αυτόν τον τρόπο την φωνή της. Είναι ο ναρκισσισμός που επιτρέπει στον εαυτό της. Κι έχει φτιάξει αυτό το παιχνίδι για συντροφιά στους περιπάτους της. Όταν δεν ξέρεις τη γλώσσα, ώστε να παρακολουθείς τα λεγόμενα, ξεχωρίζεις καλλίτερα ποια φωνή είναι στ’ αλήθεια πιο ωραία.
Υγρό το πεζοδρόμιο. Μα όχι, δεν έχει βρέξει τη νύχτα, θα το άκουγε. Η καρδιά της την ξυπνάει όταν βρέχει. Ακόμα και στο πιο αθόρυβο ψιλόβροχο ξυπνά. Το τραγούδι της βροχής είναι γιατρειά. Παίρνει τις σκέψεις της ταξίδι και την ανακουφίζει. Ύστερα, όταν τις αφήνει πάλι πίσω μες στο νου της, καμιά δεν είναι ίδια όπως πριν. Σα να ‘χουν ελαφρώσει τόσο, που μπορεί ν’ αφήσει το έδαφος και να υψωθεί. Γιατί δεν έχει τίποτ’ άλλο επάνω της βαρύ. Κάτι να την κρατά γερά και σταθερά σ’ αυτή τη γη. Μόνο την ανεξάντλητη πηγή, την αδιάκοπη σκέψη.
Η γειτονιά του Θησείου μοιάζει ν’ αρχίζει να ξυπνά. Τα καφέ ακόμα κλειστά. Αργοσεργιανίζει μες στα στενά δρομάκια, ανάμεσα στα παλιά σπίτια. Άλλο καμαρώνει αναστηλωμένο, άλλο γέρνει κάτω απ’ το βάρος της αθλιότητας. Στον πεζόδρομο της Ηρακλειδών φαίνεται να συμβαίνει η διαδήλωση των σκουπιδιών. Άπειροι κάδοι στην σειρά, σακούλες ξεχειλίζουν κι γατιά ψαχουλεύουν με τα μπροστινά. Όχι, δεν είναι εκείνη που φοβάται τα ελεύθερα ζώα. Πώς είχε αυτήν την εντύπωση ως τώρα. Όχι, δεν είναι έτσι, σίγουρα. Το αντιλαμβάνεται μεμιάς, καθώς αντικρίζει αυτήν την υπέροχη ξανθιά μαμά κυρία γάτα, με τα τριανταφυλλένια μάτια. Όχι, δεν φοβάται τ’ αδέσποτα ζώα. Εκείνη τα τρομάζει, αντίθετα. Έτσι που κυκλοφορεί την αδέσποτη ζωή της, δίχως να τολμά κάτι να εμπιστευθεί και κάπου ν’ ακουμπήσει την καρδιά της μια βραδιά ή μια στιγμή.
Gallery Αίγλη. Ένα πανέμορφο ανακαινισμένο παλιό δίπατο. Γνωρίζεται καλά μαζί του - και με τον εσωτερικό του κόσμο. Τρία φθινόπωρα πίσω. Πραγματοποιούσε εδώ την πρώτη, σε πράξη νόστου, έκθεσή του. Έλεγε θα έμενε πια εδώ, στον τόπο της καταγωγής του. Αλλά πάει τόσος καιρός που δεν έχει ούτε ακούσει την φωνή του. Ούτε γράμμα του πήρε ποτέ. Ούτε μια κάρτα. Ένα αντίο σ’ εκκρεμότητα.
Κάπως έτσι, σαν τώρα. Ένας παρορμητικός φθινοπωρινός Σαββατιάτικος περίπατος. Απογευματινός τότε. Είχε περάσει πάλι απ’ την Ακρόπολη στο Θησείο. Λίγα ήξερε από ζωγραφική. Και για πρώτη φορά βρισκόταν σε μια αίθουσα τέχνης. Τώρα ξέρει λίγα μόνο παραπάνω. Δε θυμάται τι την παρακίνησε να περάσει εκείνο το κατώφλι. Ίσως κάποια κουβέντα να της είπε η εικόνα της αφίσας. Γιατί αυτό ήταν όλο κι όλο. Οι ζωγραφιές του μιλούσαν μέσα στην καρδιά της. Πήγαινε ξανά και ξανά, μένοντας με τις ώρες αντικρύ τους.
Κάποιο βράδυ της μίλησε ο ίδιος. Δεν τον είχε προσέξει ως εκείνη τη στιγμή. Σε άλλο πρόσωπο είχε προσδώσει την ιδιότητα του αγαπημένου της ζωγράφου. Ποτέ δεν κατάφερε να κρίνει τους ανθρώπους. Την ηλικία τους ή το επάγγελμά τους. Ήταν όμορφος. Πώς δεν το είχε φανταστεί. Πώς θα μπορούσε να ‘ναι άλλος. Μόνο ο πιο όμορφος. Την έβλεπε βαθιά μέσα στα μάτια. Και ήταν ωραία η φωνή του. Από τότε δεν έλειψε ούτ’ ένα βράδυ. Κι έφευγε πάντοτε μαζί του.
Σεργιάνιζαν ώρα πολλή πάνω το λόφο. Άφηναν πίσω τα μεσάνυχτα. Μετρούσαν τ’ αστέρια, όσα έβλεπαν. Ήξεραν καλά, τους κοίταζαν πολλά περισσότερα. Τα καλούσαν με τα ονόματά τους, ψάχνοντας προς τα ‘κει που θα ‘πρεπε να ήταν, πίσω απ’ τον ουρανό που θόλωναν τα φώτα της πόλης. Και ρουφούσαν τα πρώιμα ψιλόβροχα. Έφταναν στο σπίτι της πάντοτε με τα πόδια. Αυτό τη μάγευε. Πως ήταν ελεύθερη να περπατά μες στην πόλη ολόκληρη τη νύχτα. Άφηνε γεμάτη δυνατό καφέ την ζεστή κανάτα, όταν έφευγε νωρίς τα καθημερινά πρωινά, ενώ εκείνος ακόμα κοιμόταν. Και μ’ ένα αδέξιο σκίτσο του μηνούσε καλημέρα.
Ύστερα, ένα βράδυ, έγιναν όλα διαφορετικά. Εκείνο που κράτησε ο ουρανός την καταιγίδα ατέλειωτα. Η έκθεσή του είχε λήξει λίγες μέρες πριν. Είχαν αδειάσει οι αίθουσες λίγο νωρίτερα. Τελευταία στιγμή, αποφάσισε να μη συνοδέψει τα έργα του πίσω στο ατελιέ. Παρότι μέχρι χτες διαρκώς ετούτο έλεγε, πόσο συνδεδεμένος ήταν με κάθε πινελιά του, που είχε εκτεθεί. Οι κριτικές δεν ήταν καλές. Ήταν, θα έλεγες, άσχημα προκλητικές. Οι πωλήσεις ανύπαρκτες. Κι ο ίδιος σε κάθε ευκαιρία δήλωνε ότι αυτό δεν ήταν κάτι που τον αφορούσε.
Έμειναν εκεί, μες στους ολόγυμνους χώρους. Ξάπλωσαν πάνω στα παλτά τους. Άκουσαν ως το τέλος όλα τα όμβρια ορχηστρικά. Έσμιξαν στις κορυφώσεις τους ξανά και ξανά. Λες κι ήταν η τελευταία νύχτα. Το ήξερε άλλωστε, έτσι ήταν. Ακριβώς ό,τι δεν ήθελε. Να γνωρίζει από πριν, να γνωρίζει ό,τι είναι αν συμβεί. Εκείνο που ακόμα ως τώρα δε γνώρισε είναι τι τους ένωνε μα ούτε τι τους χώριζε. Τους νανούρισαν τα ρυάκια που γέννησε η βροχή κι εκεί πάνω στο γυμνό ξύλινο πάτωμα αποκοιμήθηκαν.
Ολόκληρη η πόλη είχε πια για τα καλά ξυπνήσει, όταν άνοιξε τα μάτια της. Κοιμόταν ακόμα βαθιά στο πλάι της. Τράβηξε μαλακά το παλτό της κάτω απ’ το σώμα του. Στάθηκε μια στιγμή γονατιστή κοντά του. Δεν ήξερε τι να πει ούτε πώς να μιλήσει. Δε βρήκε λόγο κι αφορμή να τον ξυπνήσει. Είχαν περάσει λες αιώνες μέσα στην σιωπή. Απ’ το προηγούμενο βράδυ, αφού είχαν καληνυχτίσει τους μεταφορείς, δεν είχαν ανταλλάξει ούτε μια λέξη. Τυλίχτηκε τον αποχωρισμό της, κατέβηκε ξυπόλυτη τις σκάλες, έκλεισε αθόρυβα την πόρτα πίσω της. Δεν ήταν ο τρόπος για να εκφράσει την αποδοκιμασία της. Τον λατρεύει πάντα, ως τα μύχια της ψυχής της. Ήθελε απλώς μ’ αυτόν τον τρόπο να του πει ότι ήταν ελεύθερος, αληθινά ελεύθερος να πάει εκεί ακριβώς που αγαπάει. Και δεν τον είδε από τότε.
Ένας ζεστός καφές σε χάρτινο ποτήρι, από το τόσο δα μικρό βρώμικο ημιυπόγειο. Και βέβαια δεν θα σταθεί εδώ μέσα να τον πιει. Δεν υπόσχεται κάτι καλλίτερο ο άνθρωπος που καθαρίζει. Απλώς είναι το πρώτο καφέ που φαίνεται ν’ ανοίγει. Ας πάρει να επιστρέφει τώρα. Ας σταθεί να τυλίξει το τσιγάρο της πρώτα. Εδώ σ’ αυτά τα σκαλοπάτια. Ενοικιάζεται ή Πωλείται. Μέσα στην εγκατάλειψή του είναι. Ας μπει μέσα στον λόφο της Ακρόπολης, επιστρέφοντας. Αν και δεν ξέρει σίγουρα πόσο θα το άντεχε τώρα, αυτό το παιχνίδι με μιας άγνωστης γλώσσας τα χρώματα.
Άγνωστη της ήταν και η γλώσσα της ποίησης παλιότερα. Αλλά καθώς ο πόνος έπαιρνε τον χρόνο του, διεκδικούσε ύστερα τον χώρο του. Και του έστρωσε λευκό χαρτί για ν’ απλωθεί. Απόθεσε εκεί ό,τι οι ζωγραφιές του μυστικά της είχαν πει. Για το σκοτάδι, για το φως, για το γιατί. Ναι, πράγματι είχαν γίνει ένα ολόκληρο βιβλίο ήδη. Α, όχι δεν είχε πρόθεση να το εκδώσει. Για ποιο λόγο, άλλωστε. Το άκουγε από παντού, η ποίηση δεν πουλούσε. Αν και κανείς δεν άκουσε ποτέ εκείνη να λέει ότι είχε καταπιαστεί να γράφει. Ούτε με τον εαυτό της δεν το συζητάει.
Ένα ξέρει, αυτό είναι ό,τι αγαπάει, να γράφει. Ένα τραπέζι πλάι στο παράθυρο, πολλά μολύβια κι ατέλειωτες κόλλες λευκό χαρτί. Δεν φαντάζεται τον εαυτό της να κουράζεται. Αντίθετα. Εκείνο που τη δυσκολεύει όλο και περισσότερο κάθε μέρα, είναι πώς να σηκωθεί απ’ το γράψιμο για να μπει στην ευλογημένη καθημερινότητα της ζωής της. Ναι, είναι ευλογημένη η ζωή της. Αφού κάθε μέρα γράφει κάτι καινούργιο. Αφού κάθε μέρα κάτι καινούργιο κατακτά μέσα της. Είναι άπειρα όλα αυτά τα μυστικά, που τις έχουν εμπιστευθεί η ζωγραφιές του. Μπορεί να γράφει για όλη της την ζωή. Μπορεί να φτιάξει άπειρα βιβλία από τα μυστικά της καρδιάς της. Το πρώτο βιβλίο τους έχει κιόλας ολοκληρωθεί. Λες μια μέρα κάτι απ’ όλ’ αυτά να εκδοθεί.
Ισπανοί στην Ακρόπολη. Στην Ισπανία είχε σπουδάσει. Μάλλον θα έχει γυρίσει εκεί. Gallery Αίγλη. Αίγλη. Αυτό είναι. Το όνομά της για το πρώτο βιβλίο. Το όνομά του γι’ αυτήν. Το όνομά της για εκείνον. Αυτό το όνομα χρειάζεται για να υπογράψει αυτή τη συλλογή. Πώς δεν το σκέφτηκε ως τώρα. Ναι, είναι ελεύθερη από το όνομά της και μπορεί. Μπορεί να στείλει στους εκδότες τα κείμενά της. Μπορεί να μοιραστεί με το αναγνωστικό κοινό τα μυστικά της. Άλλωστε πώς θα συνεχίσει να γράφει. Πώς θα προχωρήσει στα επόμενα αν δεν αφήσει ελεύθερα τα προηγούμενα. Καλημέρα, ψιθυρίζει. Σ’ ευχαριστώ πολύ για τον έρωτα που μου χάρισες, Αίγλη. Καλημέρα, σ’ ευχαριστώ για τον κόσμο μου, στον οποίο με φανέρωσες, Έρωτα. Αίφνης βιάζεται να βρεθεί στο σπίτι. Βγαίνει και κατηφορίζει. Οι Ισπανοί κατηφορίζουν φλυαρώντας γύρω της. Η ακοή της εστιάζει σε μια φωνή. Στην φωνή του. Μένει ακίνητη. Δεν τολμά να γυρίσει να κοιτάξει. Ναι, είναι η φωνή του, η δική του φωνή. Η ωραία φωνή του. Ξεναγός. Οι Ισπανοί συνεχίζουν να κατηφορίζουν. Την πλησιάζει η φωνή του. Σταματά ακριβώς εδώ, στο πλάι της. Την έχει δει. Γυρίζουν αντικρύ. Παίρνει τα χέρια της. Τα φιλά. ‘Σ’ αγαπώ πολύ.’ Οι Ισπανοί έχουν βγει στο δρόμο. Ανάμεσα τους κι εκείνος. Και το τελευταίο κομμάτι του παζλ έχει τοποθετηθεί στην θέση του. Εκείνο το σ’ αγαπώ - που της έλλειπε τόσο - που δεν είχε ειπωθεί εκείνο το φθινόπωρο. Τώρα είναι πράγματι έτοιμη.
Συνεχίζει να στέκει στο ίδιο σημείο ακίνητη. Οι Ισπανοί έχουν μπει στο λεωφορείο τους, τον έχουν πάρει μαζί τους. Αλλά έχει μείνει το σ’ αγαπώ του εδώ πίσω. Χουζουρεύει μες στο παλτό της. Εντέλει κινητοποιείται κι επιτέλους παίρνει τον δρόμο της. Τρέχει σπίτι. Σημειώνει το καινούργιο όνομα στο τετράδιο της και τρέχει στο γειτονικό βιβλιοπωλείο. Φωτοτυπίες. Έντεκα αντίτυπα. Γιατί έντεκα. Γιατί ονειρεύτηκε την μητέρα της. Της πρότεινε ένα ασημένιο κλειδί, λέγοντας το κλειδί είναι το έντεκα. Και φακέλους. Πίσω στο σπίτι. Έχει τον οδηγό της τελευταίας έκθεσης βιβλίου. Αντιγράφει διευθύνσεις εκδοτικών οίκων. Στην τύχη. Με κλειστά τα μάτια ξεφυλλίζει και όπου το δάχτυλό της σταματήσει. Το ταχυδρομείο του Συντάγματος τα Σάββατα μένει ανοιχτό. Αυτό ήταν όλο. Πώς δεν το είχε κάνει τόσον καιρό.
Βρίσκεται στο τέταρτο φθινόπωρο, όταν αρχίζει να βρίσκει στο ταχυδρομείο της απαντήσεις από κάποιους εκδότες. Στην πρώτη επιστολή δεν ξέρει τι να κάνει. Στη δεύτερη αρχίζει να προσκαλεί στην μνήμη της το περυσινό Σαββατιάτικο πρωινό. Πώς γίνεται και σαν να το είχε ολότελα ξεχάσει. Δεν είναι δυνατόν. Ανοίγει όλα τα συρτάρια. Ψάχνει τα χαρτιά και τα τετράδια. Μα ναι, από εκείνη την ημέρα που ταχυδρόμησε τα δοκίμια δεν έχει γράψει πάλι ούτε πινελιά. Πινελιά. Απλώνεται επάνω στο χαλί. Κλείνει τα μάτια στο ταβάνι. Δεν θέλει να ξέρει άλλο τίποτα γύρω από ζωγραφιές και ποιήματα. Θέλει εκείνον που την αγαπά, αλλά ποιος ξέρει πόσους κόσμους βρίσκεται τώρα μακριά.
Όταν λίγες εβδομάδες αργότερα ένας τρίτος εκδότης απαντά θετικά, αποφασίζει πως, ναι, είναι μια ποιήτρια. Έστω για ένα βιβλίο. Έστω και μόνο για κείνον. Έστω για ό,τι έζησε σ’ ένα φθινόπωρο μαζί του. Τελικά δεν είναι τόσο δύσκολο. Οι άνθρωποι είναι συμπαθέστατοι και αρκετά συνεργάσιμοι. Φαίνονται μάλιστα συγκινημένοι απ’ τα γραπτά της. Είναι αληθινή ποίηση. Φυσικά θα επιβαρυνθεί τα τυπογραφικά έξοδα. Εντάξει, ας γίνει έτσι αυτό. Το ποσό δεν είναι απαγορευτικό. Μόνο να, θα ήθελε εκείνον τον πίνακα εκείνου του ζωγράφου για το εξώφυλλο. Α, μα τα βιβλία της ποίησης είθισται να είναι λιτά. Ένα παλιό χαρακτικό, ίσως. Κι ύστερα οι καλλιτέχνες ζητούν συνήθως πολλά χρήματα. Καλά, θα κοιτάξουν να τον βρουν και θα το διαπραγματευθούν όσο μπορούν καλλίτερα. Ναι, φυσικά, δεν θα ακουστεί το όνομά της. Ανάλογα με την ανταπόκρισή του, θ’ αποφασίσει η ίδια αργότερα γι’ αυτό. Για την ώρα, όταν τον ανακαλύψουν, θα του προτείνουν το δοκίμιό της όπως είναι, με το ψευδώνυμο. Ψευδώνυμο.
Μπαίνει στο πέμπτο φθινόπωρο της ζωής της. Όχι, είναι τριάντα πέντε χρονών. Αλλά από εκείνο το πρωί, που κατέβηκε ξυπόλυτη την άδεια gallery, έχει αποφασίσει έτσι να μετράει. Πρώτο φθινόπωρο αυτό, το δίχως ένα σ’ αγαπώ. Η πληγή μένει ακόμα ανοιχτή. Είναι αλλιώς η ανάγκη. Το σ’ αγαπώ θέλει να κυλήσει επάνω σε γυμνό κορμί.
Προχθές τηλεφώνησε ο εκδότης. Είχε περάσει τόσος καιρός. Πάλι το είχε ξεχάσει σχεδόν. Να, βρήκαν εκείνον τον ζωγράφο. Εδώ, εδώ στην Αθήνα. Δεν ασχολείται πια με την ζωγραφική. Δεν ήθελε να τους ακούσει Επέμειναν όμως πολύ, αφού κι εκείνη σε αυτό μονάχα ήταν ανένδοτη. Τέλος, τους έδωσε την ταχυδρομική του διεύθυνση. Έστειλαν το φωτοτυπημένο τετράδιό της. Ελπίζουν κι εύχονται να έχουν σύντομα θετική απάντηση. Αιφνιδίως σώθηκε, την τελευταία στιγμή. Το άλλο τηλέφωνό χτύπησε, ο εκδότης βιάστηκε να κλείσει κι εκείνη δεν πρόλαβε να ρωτήσει ποια είναι η διεύθυνσή του.
Το Σαββατοκύριακο δεν σήκωσε καθόλου το τηλέφωνο. Δεν άνοιξε την πόρτα όταν της χτύπησαν. Έμεινε ατέλειωτες ώρες ξαπλωμένη πάνω στο χαλί. Γέμισε το ταβάνι ερωτηματικά. Τόσα χρόνια μες στην ίδια πόλη. Πού ακριβώς να μένει. Γιατί δεν συναντήθηκαν άλλη μια φορά. Έτσι όπως πρόπερσι, τάχα τυχαία. Γιατί δε δόθηκε μια ακόμα ευκαιρία. Να ‘ναι κι εκείνος μόνος του ακόμα. Εκείνο το σ’ αγαπώ θα γίνει να το ακούσει ξανά.
Σ’ όλη της την ζωή ποτέ, ποτέ δε θα ξεχάσει αυτό το σχόλασμα Δευτέρας. Ήταν εκεί απέναντι στην έξοδό της, αγκαλιάζοντας το αντίγραφο χειρόγραφό της. Την έβλεπε βαθιά μέσα στα μάτια. ‘Σ’ αγαπώ όπως πάντα.’ Και ήταν ωραία η φωνή του. Έδωσε το χέρι της και περπάτησε μαζί του. Πράγματι, δεν είχε ιδέα ότι γράφει. Όμως μόνο εκείνη μπορούσε να γράφει έτσι. Ήταν τόσο σίγουρος, μην ξέροντας καθόλου πώς.
Είναι η έβδομη άνοιξη της ζωής τους. Μια δεύτερη ποιητική συλλογή έτοιμη προς έκδοση. Ποιος ενοχλείται απ’ το γεγονός ότι δεν πουλάει η ποίηση. Η έκθεσή του φιλοξενείται στην σκιά της Ακρόπολης. Gallery Αυγή. Αυγή. Οι κριτικές είναι ασυνήθιστα τεκμηριωμένες. Οι πωλήσεις συνεχίζουν ανύπαρκτες. Αλλά είναι μαζί. Ξετυλίγουν το θαύμα τους. Στίχο το στίχο, πινελιά την πινελιά. Από ένα βιβλίο σε μια έκθεση ζωγραφικής. Γιατί, τι χρειάζεται ο άνθρωπος για να πραγματοποιήσει το θαύμα της καρδιάς του. Στο πλάι του έναν άνθρωπο βαθιά να αγαπά._

12 comments:

  1. Καλησπέρα.
    Με συγκίνησες βαθιά.
    Ενώ διάβασα το κείμενο σου, σε διάφορα σημεία εντόπισα στοιχεία που ταυτίζομαι για κάποιο λόγο με τη περιγραφή σου.. Τυχαίνει να συνηθίζω να σκαρφαλώνω στους λόφους της Ακρόπολης. Είναι ο τόπος της 'ψυχοθεραπείας' μου..
    Ο τόπος της ψυχικής μου ηρεμίας.
    Ολη η περιοχή εκεί..Σε κάποια σημεία σαν να διάβαζα για τον εαυτό μου. Βέβαια δεν έχει σημασία αν πουλάει ή όχι η ποίηση. Αλλού είναι οι αξίες..
    Το κλείσιμο του κειμένου σου δεν θα μπορούσε να έχει άλλη κατάληξη. Θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί σου Αίγλη, ο άνθρωπος για να πραγματοποιήσει το θαύμα της καρδιάς του, το μόνο που χρειάζεται δίπλα του είναι έναν άνθρωπο βαθιά να αγαπά. Αυτό αρκεί. Σε αυτό περικλείεται όλη η πεπτουσία της ζωής.. Τη γλυκιά μου καληνύχτα.

    ReplyDelete
  2. Καλημέρα, καλή μου roadartist. Στ’ αλήθεια δεν υπάρχει ανάγκη κι ευλογία μεγαλύτερη από το ν’ αγαπάει κανείς. Κάποτε η Ακρόπολη ήταν ανάμεσα στο σπίτι μου και το γραφείο. Συχνά τ’ απογεύματα, σ’ εποχές που ο καιρός το επέτρεπε, πήγαινα στο σπίτι με τα πόδια μόνο και μόνο για να περάσω από κει, να σκαρφαλώσω σε κάποιο βράχο, να κοιτάξω γύρω, να κάνω ένα τσιγάρο. Εκείνοι που καταπιάνονται με τέτοια, λένε ότι είναι ενεργειακός τόπος. Σ’ εμένα ήταν αρκετό ν’ αφήνω τα μάτια μου να φτάνουν μακριά. Πήγαινε κι ο νους μου μαζί τους.

    ReplyDelete
  3. Και εγω παλιότερα δούλευα κοντά στην Ακρόπολη..και μένω εκεί κοντά. Γύρναγα κ εγώ με τα πόδια στο σπίτι μου :))))) Κάποια απο τα πρώτα μου posts ήταν αφιερωμένα σε α)Δ.Αρεοπαγίτου β)Ακρόπολη γ)Νεο Μουσείο της Ακροπόλεως.. Έπεσες στη περίπτωση! :) Καλή σου μέρα!

    ReplyDelete
  4. Eίμαι πολύ αυστηρός στις κρίσεις μου και πολλές φορές προτιμώ να μην τις γράφω σε όλα αυτά που διαβάζω στα μπλογκ, γιατί θα γίνω ή κακός ή υποκριτής. Το πολύ - πολύ ν' αφήσω κάποιο σχετικό σχόλιο, χωρίς όμως κρίση. Όμως στην προκειμένη περίπτωση τολμώ να πω: αριστουργηματικό.

    ReplyDelete
  5. Τρυφερό! Εύχομαι η ευαισθησία των ονείρων σου, να μη σε κάνει ευάλωτη στη πραγματικότητα της ζωής!

    ReplyDelete
  6. Έχεις μεγάλο χάρισμα, Αίγλη.
    Με παρέσυρες γλυκά με το κείμενό σου. Κι εγώ αγαπώ πολύ την Ακρόπολη. Κάνω βόλτες εκεί συχνά. Ξεναγώ κάθε τόσο τους μαθητές μου εκεί, άλλωστε. Λοιπόν, μου έκανε εντύπωση το παιχνίδι που λες με τις φωνές. Το παίζω κι εγώ. Κυρίως στο μετρό, όμως. Ειδικά όταν δεν βλέπω τα πρόσωπα που μιλάνε... Aκούω μία φωνή ωραία όπως λες και κολλάω. Αρχίζω να φαντάζομαι πώς θα μοιάζει ο ομιλών, τι ηλικίας περίπου είναι και τέτοια... Μετά (αν με παίρνει) γυρνάω διακριτικά και βλέπω αν... κέρδισα ή έχασα... Παίζω πολλά παιχνίδια με τη φαντασία μου μέσα στα λεωφορεία, τα μετρό ή στα παγκάκια (αν με στήσουν στα ραντεβού κάποιοι...) και κυρίως στις Πανελλαδικές που είμαι επιτηρήτρια και εκεί η ώρα δεν περνάει με τίποτε. Εκεί παίζω με τις μορφές των μαθητών - τους δίνω "ρόλους" σε διάφορα σενάρια. (Πάλι φλυάρησα... συγνώμη. Μου ξεφεύγει...)
    Μου άρεσε πολύ επίσης η σύνδεση βιβλίου - ζωγραφιάς και η δύναμη που μοιράζονται και τα δύο...
    Σ' ευχαριστώ, Αίγλη!
    Keep writing!

    ReplyDelete
  7. Για δες λοιπόν, roadartist, πόσα κοινά πράγματα. Άραγε, πόσο ίδιοι μπορεί να είναι οι άνθρωποι για να μπορούν να είναι τόσο διαφορετικοί - ένα ξεχωριστό ολόκληρο σύμπναν ο καθένας. Αργότερα θα πάω δίπλα να διαβάσω τις εντυπώσεις σου απ' τα αγαπημένα μέρη, όπως καταλαβαίνεις. Να έχεις μια πολύ όμορφη εβδομάδα.

    ReplyDelete
  8. Καλό είναι, αγαπημένε Ελκυστή. Μου αρέσει όμως η θετική σου υπερβολή. Νομίζω ότι ενεργείς πολύ σωστά. Κι εγώ το ίδιο κάνω. Αν δεν έχω έναν καλό λόγο να πω, προτιμώ να σωπάσω. Καλή βδομάδα να έχεις.

    ReplyDelete
  9. Κι ευαίσθητη κι ευάλωτη, greendim. Κι ευλογημένη να γνωρίζω όλο το φάσμα των συναισθημάτων που μπορεί να ξυπνήσουν μέσα στα σπλάχνα του ανθρώπου. Και τελικά από την ασυναισθησία και την αγνωσία αλώβητη. Έχε μια καλή εβδομάδα.

    ReplyDelete
  10. Καλώς όρισες, Φλώρα. Χαίρομαι που παρασύρθηκες. Και που φλυάρησες. Εγώ να δεις πώς φλυαρώ μερικές φορές. Ναι, νομίζω είναι πολύ σημαντικό να κρατάμε σε εγρήγορση τη φαντασία μας με αυτά και με άλλα παιχνίδια, με εκλεκτά θεάματα και βιβλία. Και με τα παιδιά, με τους νέους. Ξέρω πόσο κοπιαστικό είναι να εργάζεσαι ως εκπαιδευτικός, αλλά δεν είναι πηγή ζωής και έμπνευσης να συνδιαλέγεσαι μαζί τους;

    ReplyDelete
  11. Γιατί να κρυβόμαστε πίσω από λέξεις;
    Αφού η πραγματικότητα είναι για να βιώνεται.
    Κι οι έννοιες αισθάνονται πιο ελεύθερες έξω από τις λέξεις.
    Οι βιωμένες έννοιες.
    Οι λέξεις έρχονται μετά επειδή έχουμε ενοχές και εγωισμό και πρέπει κάτι ν' αφήσουμε πίσω μας.
    Καληνύχτα σας.

    ReplyDelete
  12. Πράγματι, ύστερα έρχονται οι λέξεις. Γιατί τόσο έντονα ζει ο άνθρωπος, ώστε δε σταματά ποτέ να μιλά γι' αυτά που ένιωσε. Καλημέρα, Σπύρο.

    ReplyDelete